Η κυρία Τασία

Ξερετε που βρισκονται τα Αδανα;  Στην νοτια  Τουρκια, στο διαμερισμα με την αρχαια ονομασια Κιλικια. Στο χαρτη ειναι χρωματισμενο κοκκινo.  Προς τα τελη του 19ου αιωνα γεννηθηκε στα Αδανα ενα κοριτσακι που το βαφτισαν Αναστασια.  Στην κοιλαδα των Αδανων εκεινη την εποχη ανθουσε η καλλιεργια του βαμβακιου και πολλοι Ελληνες ειχαν πλουτισει  με το εμποριο.  Κοριτσακι μιας τετοιας οικογενειας ηταν και η Τασια.  Και οπως ολα τα κοριτσακια εκεινης της εποχης κι εκεινης της κουλτουρας, παντρευτηκε στην εφηβεια.  Δεν ξερω ποσα παιδια απεκτησε, σιγουρα ομως απεκτησε ενα γιο.

Μεταφερομαστε στην Αθηνα προς το τελος της δεκαετιας του 60.  Στη γειτονια μου (στην Κυπριαδου εμενα τοτε)  διπλα μας εμενε ο Παπα Γιαννης που λειτουργουσε στη μητροπολη στο Μαρουσι. Ηταν ενας  φωνακλας ανθρωπος που ειχα ακουσει οτι ηταν αντιπαθης στο ποιμνιο του.  Ηταν παντρεμενος με την κυρια Τουλα την παπαδια μια πολυ καλη και ευσπλαχνη γυναικα.  Εκανα παρεα και ποδηλατα στο δρομο με τα παιδια του, την Κουλιτσα και τον Θοδωρη.  Καθε πρωτη του μηνα η κυρια Τουλα ειχε μια επισκεψη.  Μια γριουλα πολυ ζαρωμενη και ντυμενη στα μαυρα με τσεμπερι ερχοταν στο σπιτι της και εμενε εκει περιπου μια ωρα.  Ακουσα την κυρια Τουλα να τη φωναζει “Κυρα Τασια”.  Η κυρα Τασια περασε μια μερα κι απο το δικο μας σπιτι να μας ευχηθει καλο μηνα.  Την εστειλε η κυρια Τουλα.  Εγινε συνηθειο πια,  η κυρα Τασια ερχοταν και σε μας παντα μετα απο την επισκεψη στην παπαδια.

Καθοταν μια ωρα, της εφιαχνε η μαμα καφε και την κερναγε κατι.  Καμια φορα της εδινε και φαγωσιμα μαζι της.  Οταν σηκωνοταν να φυγει, η μαμα της εδινε τα “ναυλα” της για να μη γυρισει με τα ποδια.  Αυτα τα ναυλα εφταναν για πολλες μετακινησεις, αλλα τοτε μου ελεγε η μαμα οτι κουραζοταν να ερθει να μας ευχηθει καλο μηνα. Και είχαμε ανάγκη τις ευχες της γιατι ήταν απο καρδιάς.

Η κυρα Τασια ηταν τοτε κοντα στα 70 η ισως και παραπανω.  Φαινοταν ομως πολυ μα πολυ γρια γιατι ειχε ενα προσωπο πολυ ζαρωμενο. Σκαμμενο, ψημενο απο τον ηλιο,  με την αδερφη μου λεγαμε οτι ηταν πολυ ασκημη και δεν εχουμε ξαναδει τετοια γρια.  Παντα ομως μας μιλαγε γλυκα και μας εδινε ευχες.  Εμενε στην Πετρουπολη.  Σε ενα καμαρακι σε μια ταρατσα μονη της.  Ο γιος της, μας ελεγε οτι την εβαλε να μενει εκει γιατι δεν την ηθελε η νυφη.  Η μαμα ελεγε οτι μπορει να της επαιρνε και τα ναυλα που της διναμε.   Μας ελεγε οτι οταν ηταν μικρο κοριτσακι σαν κι εμας ταξιδεψε απο τα Αδανα (Ατανα τα ελεγε)  στη Μακρη.  Η Μακρη βρισκεται σχεδον απεναντι απο την Ροδο στην παλια επαρχια της Λυκιας.  Την ρωταγαμε που ειναι η Μακρη κι εκεινη μας απαντουσε. Ειναι μακρυα.. κανοντας λογοπαιγνιο.  Οι μεγαλοι ηξεραν πιο πολλα. Εμας θελεις γιατι ειμασταν μικρες, θελεις γιατι δε μας ενοιαζε παιδακια πραματα, δε μας ελεγαν πολλα πολλα.   Καποια στιγμη στην καταστροφη της Μικρασιας,  η κυρα Τασια εφτασε προσφυγοπουλα με τον γιο στα δικα μας εδαφη.  Τον αντρα της μας ειπε τον πηραν αιχμαλωτο και δεν τον ξαναειδε.

Δουλευε σε σπιτια και μεγαλωνε τον γιο. Και τωρα πια κοντα στα 70 πηγαινε κι ευχοταν Καλο μηνα στον κοσμο που γνωριζε.

Καποτε η μαμα αποφασισε να κανει ταξιδια μαζι με τον μπαμπα μας.  Να γνωρισει την Ιαπωνια, την Ινδια και αλλα μακρυνα μερη.  Στο σπιτι ειχαμε τον παπου.   Ετσι η μαμα ρωτησε την κυρα Τασια,  αν ηθελε να ερθει να μεινει στο σπιτι μας και να μας μαγειρευει, σε μενα στην αδελφη μου και στον παπου οσο θα ελειπε.  Η κυρα Τασια δεχτηκε και ηρθε σπιτι.  Το μονο που θα εκανε ηταν να μαγειρευει και να εχει στο νου της εμας τα μικρα.

Εμεις επρεπε να τη φωναζουμε ολοι “κυρια Τασια” και να της μιλαμε στον πληθυντικο.  Οι κανονες πανω σ’ αυτο το θεμα στο σπιτι ηταν σαφεις και απαραβατοι.  Και δε θα ζηταγαμε τιποτα που μπορουσαμε να το κανουμε μονες μας. Κι ετσι καναμε οσο ηταν μπροστα οι αλλοι. Ομως το ειδαμε και καπως ..γιαγια.. και οταν ειμασταν μονοι μας της λεγαμε: “Κυρα Τασια θα μου φιαξεις πατατακια; ”  Το γυρισαμε σε ενα ενικο της γαλιφιας.

Η κυρια Τασια εμεινε μαζι μας δυο χρονια περιπου.  Και παρ’ ολο που η μαμα πηγαινε κι ερχοταν,  εμεις περναγαμε τελεια μαζι της.  Μας εκανε ολα τα χατηρια,  αν σας πω οτι καθε βραδυ τη βαζαμε να μας τηγανιζει πατατες και το εκανε, ειναι αληθεια.  Ακομα κι αν ειχε φιαξει κατι πιο περιπλοκο για να φαει και ο παπους, οπως μουσακα, η κοκκινιστο.  Ομως κανεις μα κανεις δεν εκανε τοσο ομορφα τα πατατακια οπως η κυρα Τασια.  Τραγανα απ’ εξω μαλακα απο μεσα.  Κι εμεις δοστου καθε βραδυ να ζηταμε πατατες με αυγα.  Μετα μας επλενε και μας εβαζε να κοιμηθουμε και μας σκεπαζε τρυφερα. Μας σταυρωνε κι εκλεινε το φως.  Μεχρι και εικοσι φορες την αναγκαζαμε να γυρισει στο δωματιο να μας πει να ησυχασουμε γιατι αυριο εχουμε σχολειο. Δε βαριεσαι, η μικρη κι εγω στηναμε λακριντι για ωρες καθε βραδυ.

Τωρα που το θυμαμαι εμασταν και σκατοπαιδα,  οχι μονο δε βαζαμε ποτε στο στομα το κουταλι που ετρωγε η κυρα Τασια εστω κι αν ειχε πλυθει, αλλα κοιταζαμε πως θα ξεγελασει η μια την αλλη να της το πασσαρει γιατι λεγαμε οτι αν φαμε με αυτο το κουταλι θα ζαρωσουμε κι εμεις ετσι.  Ειμασταν πολυ μικρες για να θυμομαστε  τι φαγακια μας εφιαχνε, μονο οι πατατες μας εχουν μεινει,  αλλα θυμαμαι την αισθηση οτι τρωγαμε πολυ πιο νοστιμα απο οταν μαγειρευε η μοντερνα μας μαμα.

Η μαμα γυρισε απο τα ταξιδια της και η κυρα Τασια ειχε κουραστει αρκετα για να συνεχισει να ειναι μαζι μας.  Ερχοταν που και που για να μας ευχηθει καλο μηνα.  Λυπηθηκαμε και οι δυο που εφυγε.  Οσο σκατοπαιδα και να ειμασταν την αγαπουσαμε.  Και πιστευω οτι κι εκεινη μας αγαπουσε.  Η κυρια Τασια  που κοριτσακι ξεκινησε απο τα Ατανα. κοριτσακι παντρευτηκε, τα εχασε ολα,  και ηρθε σε μια αφιλοξενη γη μονη της με ενα παιδι.  Η κυρια Τασια που ηρθε απο μακρυα.

Καποτε σταματησε να ερχεται.  Τηλεφωνο δεν ειχε να μαθουμε. Η κυρια Τουλα η παπαδια πηγε στην Πετρουπολη και την εψαξε. Μας ειπαν οτι δεν την βρηκε. Δεν πιστεψα ουτε μια φορα οτι δεν την βρηκε.  Το καταλαβαινα απο τα σου μου του τα συνομωτικα οτι δεν ηταν καλα.   Μηνες μετα μας ειπαν οτι πέθανε.

Την σκεφτομαι συχνα απο τοτε.  Παρακαλαγα να εφυγε χαρουμενη, ετσι οπως ηταν οταν τηγανιζε τα πατατακια.  Γιατι για μενα η κυρα Τασια δεν ηταν η κυρια που μας φροντιζε, ηταν για δυο χρονια το αποκουμπι μας, η γιαγια που δεν ειχαμε, ο ανθρωπος που αφουγκραζοταν τις παιδικες μας ανησυχιες, και ερχοταν να δει αν κοιμηθηκαμε.  Ηθελα να κακιωσω με τον γιο της που την εβαλε στο ταρατσακι να μενει μονη της, αλλα οταν μεγαλωσα σκεφτηκα οτι ποιος ξερει τι ζορια τραβουσε κι αυτος σαν προσφυγοπουλο.  Ουτε το ονομα του δεν ηξερα. Ουτε το επωνυμο της κυρα Τασιας.  Ρωτησα τη μαμα.  Ουτε κι εκεινη θυμαται.

Εκεινη με εμαθε να φιαχνω ωραια πατατακια μου ειπε μια μερα η μαμα. Ναι της λεω, σιγουρα, ειναι τελειες οι πατατουλες σου. Καμια σχεση. Απο τοτε που εφυγε η κυρια Τασια για μακρυα, τετοια πατατακια δεν εχω ξαναφαει.

Η Νίνα η κουρέλω

Η Νινα γεννηθηκε στην Πολη το 1923. Ο πατερας της πεθανε νεος εκει κι κεινη ηρθε στην Αθηνα το 1937 με τη μητερα της την κυρια Ανδρονικη Αστρἀ, τον θειο της τον κυριο Αλεξανδρο Γκὀνη και την θεια της την κυρια Ανδριανή Γκονη (θεια Νινἠ)

Ο θειος Αλεκος δεν ειχε δικα του παιδια, και αγαπουσε πολυ την Νινα. Εργαζοταν σαν δημοσιογραφος σε μεγαλη Αθηναϊκη εφημεριδα αλλα δεν θυμαμαι πλεον ποια και η μαμα δεν υπαρχει πια να ρωτησω.  Εκεινος ειχε αναλαβει τον ρολο του πατερα και τα εξοδα της μικρης Νινας.  Το σπιτι τους ηταν στην οδο Κωστη Παλαμα στα Πατησια, εκει που αργοτερα χτιστικε το κτιριο που στεγαζε ισως ακομα στεγαζει) τον ΟΤΕ. Μεσοτοιχια ηταν με το σπιτι του Ροδολφου Δρακουλη, του παπου μου, που ειχε προσοψη στην οδο Πατησιων.  Η κορη του η Δαφνη (η μητερα μου) εγινε φιλη με την Νινα αμεσως.  Ενα χρονο πιο μεγαλη η Νινα εχασε χρονια στο Ελληνικο σχολειο λογω μετακομισης και βρεθηκε στην ιδια ταξη με την Δαφνη.  Η Δαφνη την βοηθουσε στα μαθηματα (πηγαιναν και οι δυο στο εκτο γυμνασιο Κυψελης), και τα απογευματα η τα βραδυα μαζευοντουσαν στο σπιτι της Δαφνης η αλλων φιλων και επαιζαν μουσικη και χορευαν.  Ετσι απλα και ομορφα κυλουσε ο χρονος στα Πατησια προπολεμικα.

Ηρθε ο πολεμος και η Κατοχη, και τα δυο κοριτσια μεγαλωναν παρεα. Η Νινα αναμεσα σε τρεις ανθρωπους που την λατρευαν κυριολεκτικα και η Δαφνη στη μεγαλη δικη της οικογενεια. Εγιναν δεσποινιδες, η μαμα πηγε εθελοντρια νοσοκομα  σε σανατοριο της Πεντελης με την κυρια Λινα Τσαλδαρη, και η Νινα εμαθε γραφομηχανη και στενογραφια για να εργαστει.  Εκεινη την εποχη πεθανε  και ο θειος Αλεκος και εχασαν το στηριγμα τους,  η θεια Νινη και η θεια Αντρω, και η Νινα.

Περασε η κατοχη. Η Δαφνη σε μια εκδρομη στον Πορο, γνωρισε ενα νεαρο αξιωματικο του πολεμικου (τοτε βασιλικου) ναυτικου που εμελλε να γινει ο δικος μου αγαπημενος μπαμπας. Η Νινα επιασε δουλεια σαν γραμματευς στο Ασυλο Ανιατων, στην οδο αγιας Ζωνης, στην Κυψελη.  Εκει εργαστηκε μεχρι που πηρε συνταξη.

Περασε ο καιρος και εχω ερθει κι εγω στον κοσμο και αρχιζω να καταλαβαινω τι γινεται γυρω μου. Η Νινα με την θεια Νινη και την κυρια Αστρα εδωσαν το σπιτι και μετακομισαν σε διαμερισμα στην οδο Γρηγοροβιου στον Αγιο Λουκα.  Εμεις μετακομισαμε στην οδο Ροσταν. Καθε απογευμα μετα το γραφειο, η Νινα περνουσε απο το σπιτι να δει λιγο τη μαμα.  Ηταν πολυ αγαπημενες και φωναζε η μια την αλλη “κουρελω”.  “Που ειναι η μανα  η κουρελω;”, με ρωτουσε στο τηλεφωνο.  Και η μαμα φωναζε απο μεσα, “Η κουρελω ειναι;” .  Η Νινα ηταν ομορφη γυναικα. Ηταν αφρατη. Οταν λεμε αφρατη δεν εννοουμε χοντρη.  Ειχε ωραιες καμπυλες και λεπτη μεση. Ειχε γαλανα ματια και φυσικα ολοξανθα μαλλια.  Καθοταν στον καναπε του σαλονιου κι εγω σκαρφαλωνα με μια χτενα πισω της και χτενιζα τις ξανθες μπουκλες.  Η Νινα δε μου χαλουσε χατηρι. Με λατρευε.  Με ελεγε “Δεσποινακο της”.

Τοτε με την μαμα καπνιζαν αριμανειως. Μολις εφευγε ομως η Νινα η μαμα ελεγε.  “Αμαν αυτη η κουρελω, το παρακανει πια. Ντουμανιασαμε. “Οσο ηταν μαζι ομως ..παφα πουφα!  Η Νινα με τα γαλανα ματια, τα ξανθα σπαστα μαλλια και την περισση γλυκα, δεν ειχα ακομα παντρευτει. Μεταξυ μας (ελεγε η μαμα) ο ενας της βρωμαει και ο αλλος της ξυνιζει.  Η Νινα η κουρελω ηθελε να βρει αντρα απο σπουδαια οικογενεια, με ονομα.  Οταν την γνωρισα εγω ηταν μεγαλοκοπελα στα τριαντατρια.

Στο γυμνασιο οταν ημουν, ανελαβα να διοργανωσω μια φιλανθρωπικη επισκεψη στο Ασυλο των Ανιατων. Θα πηγαιναμε μια ομαδα παιδιων με γλυκα και θα καναμε παρεα στους τροφιμους ενα απογευμα. Η Νινα που λατρεψε την πρωτοβουλια μου, εκανε τα παντα για να εχει μεγαλη επιτυχια. Εξ αλλου ηταν “γενικος δερβεναγας εκει μεσα” , οπως ελεγε η μαμα.

Η Νινα η κουρελω στα σαραντα πεντε της γνωρισε καποιον κυριο απο σοϊ και τον παντρευτηκε.  Ειχε ονομα και κρατουσε απο τζακι, αλλα οπως ελεγαν οι κακες γλωσσες των μεγαλων ηταν και λιγο απατεων.  Μεχρις εδω γιατι ο ανθρωπος εχει πεθανει.  Πεθανε πεντε χρονια μετα το γαμο κι εμεινε η Νινα η κουρελω χηρα με τις δυο γυναικες, τη θεια Νινη και τη μαμα της στο διαμερισμα της Γρηγοροβιου.  Ξαναρχισε να ερχεται στο σπιτι και να καθονται με τη μαμα στην βεραντα. Η Νινα συνεχιζε να καπνιζει σα φουγαρο, ενη η μαμα το ειχε κοψει και της γκρινιαζε.

Η Νινα μου η αγαπημενη μου κουρελω, ηρθε στο γάμο μου. Μου χαρισε ενα κρυσταλλινο χειροποιητο βαζο κομμενο στο χερι.  Το βαζο αυτο στολιζει τον μπουφε μου σημερα ακομα εδω στην Ουασινγκτων.  Καποια φορα η κυρια που ξεσκονιζει το τσακισε λιγο στο χειλος.  Δε φαινεται και συνηθως εχει λουλουδια. Δε το αποχωριζομαι ομως. Οι θειες Νινη και Αντρω,  υπεργηρες πια, δεν ηρθαν στο γαμο αλλα εστειλαν δωρα στο Δεσποινακι τους.  Πηγα και τις επισκεφτηκα για να τις ευχαριστησω.  Η θεια Νινη ηταν πια κατακοιτη.

Περασαν τα χρονια. Η Νινα ηταν παρουσα παντου. Οταν βαφτισα την Δαφνη, οταν γυριζα τα καλοκαιρια στη βεραντα της μαμας, παντα με το τσιγαρο στο χερι και να λεει, ηρθα να σε δω Δεσποινακο μου κι εσενα και την μανα την κουρελω. Τα ματια της ελαμπαν αλλα τα ξανθα μαλλια ηταν τωρα λευκα.  Καμια φορα την πετυχαινα στο σπιτι της μαμας οταν τηλεφωνουσα απο εδω και μου την εδινε.  “Δεσποινακο μου σε αγαπω κι εσενα και τον καλο σου και τα παιδακια σου” , μου ελεγε. Μια τρυφεροτητα απιστευτη.

Η Νινα μεχρι πριν τρια χρονια ζουσε. Ειχε μιλησει με την αδελφη μου. Μετα ξαφνικα τιποτα. Η μαμα ειχε αρχισει να βαραινει και δεν μπορουσε να παει να την δει. Στο τηλεφωνο δεν απαντουσε. Η Νινα ειχε και κατι ανηψια απο εξαδελφες της, και ισως την φροντισαν. Δε ξερω εαν ζει ακομα και αν ζει θα ειναι 93 ετων πια. Σιγουρα δεν ειναι στο σπιτι της παντως. Δεν ξερω πια ουτε ποιον να ρωτησω ουτε τι απεγινε αυτη η γλυκεια σκια της ζωης μου. Η ομορφη, η αγαπημενη μου, η Νινα η κουρελω με τα γαλανα ματια

Ο Δήμος καί ή Έυχαρις

Δεν υπαρχουν πια, δεν αφησαν απογονους, υπηρξαν μια τρικυμισμενη εποχη και μετα πεταξαν στους ουρανους.Δεν ξερω πως αισθανονται οι μεγαλοι ανθρωποι οταν κοντευει να τελειωσει η ζωη τους και ξερουν πως μετα απο αυτους δεν υπαρχει καποιος να συνεχισει σ’ αυτη την προσκαιρη ζωη, ουτε παιδια ουτε ανηψια ουτε αλλος μακρυνος απογονος. Μπορει να μη τους πειραζει, να μη το σκεφτονται. Μπορει κιολας να ειναι ευτυχεις. Ο Δημος και η Ευχαριτσα παντα χαμογελουσαν και ειχαν μια καρδια (η μαλλον δυο καρδιες) απο χρυσαφι,

1922. Η θεια Μαριανθη χανει τον αντρα της στην καταστροφη της Σμυρνης, Φτανει στην Ελλαδα με την Ευχαρι μικρο κοριτσι και βρισκεται να μενει στη Νεα Φιλαδελφεια σε μια αυλη. Η θεια η Μαριανθη δεν ξερω αν ηταν πραγματικα θεια του παπου μου, ομως εται την φωναζε. Το σπιτι της δεν ηταν μακρυα απο απο την πλατεια επι της λεωφορου Δεκελειας οπου βρισκοταν παλια (η ακομα και σημερα) το ζαχαροπλαστειο του Κανακη. Οταν αρχισα να πηγαινω με τον παπου επισκεψη στη θεια Μαριανθη, η Ευχαρις ειχε ηδη μεγαλωσει και ειχε παντρευτει τον Δημο που μπηκε σωγαμπρος στην αυλη του προσφυγικου.

Ο Δημος Νικολαϊδης ηταν Αιγυπτιωτης, μιλουσε δυο τρεις γλωσσες και ηταν και λογιστης. Εκεινη την εποχη τα προσοντα αυτα σου εξασφαλιζαν καλη δουλεια. Ο Δημος εργαζοταν σαν λογιστης στις επιχειρησεις του εκπτωτου Σαουδαραβα ηγεμονα Ιμπν Σαουντ οταν μετα την εκθρονιση του απο τον αδελφο του εγκατασταθηκε στο Καβουρι κι εζησε ως το τελος του. Σιγουρα εχετε δει στις παλιες Ελληνικες ταινιες παρωδιες με τον Ιμπν Σαουντ να μοιραζει χρυσα ρολογια. Εκει λοιπον εργαζοταν ο Δημος. Μεγαλη τυχη για την Ευχαρις που ηταν (απο οτι φαινόταν) αφρατο και ομορφο κοριτσι μα δεν ειχε που την κεφαλην κλιναι.

Ενας μικρος μισθος λογιστη συντηρουσε τις δυο γυναικες και το φτωχο προσφυγικο. Σαν να το βλεπω μπροστα μου, Μια αυλη μπροστα, ενας μικρος τσιμεντενιος διαδρομος σε εφερνε στο σπιτι που ειχε, μια μεγαλη κουζινα, μια σαλοτραπεζαρια κι ενα υπνοδωματιο. Η θεια η Μαριανθη, γριουλα πια οταν την γνωρισα, κοιμοταν στη σαλοτραπεζαρια.

Κι εμεις στην σαλοτραπεζαρια καθομασταν οταν πηγαιναμε με τον παπου και μας εβγαζαν γλυκο του κουταλιου και κρυο νερακι. Η Ευχαρις παντα ελεγε οτι εχει πολλες δουλειες και δεν αδειασε στην ζωη της να κανει ουτε ενα παιδι. Δε ξερω γιατι μας το ελεγε, ισως να ηταν και καποιος καημος! Της Ευχαρις της ελειπαν και μερικα δοντια, αλλα οπως ελεγε δεν αδειαζε να παει στον οδοντιατρο. Στα δωδεκα μου απο τις τελευταιες φορες που τους ειδα καταλαβα οτι ο παπους τους βοηθουσε οικονομικα. Το κανει για την ψυχη της μανας του ειπε η μαμα.

Η Ευχαρις εφιαχνε καθε μερα φρεσκια κομποστα αχλαδι για να τρωει η μαμα της που ειχε καποιο προβλημα. Θυμαμαι μετα τα γλυκα εφερνε το αχλαδι στη μαμα της κι ελεγε παντα ” το αχλαδακι της μαμας” . Η εκφραση ακομα και σημερα μου ερχεται στο νου οταν τρωω αχλαδι. Την φροντιζε σαν τα ματια της η Ευχαρις την θεια την Μαριανθη.

Συνηθως (η επισκεψεις γινοντουσαν Κυριακη) μετα την επισκεψη ο Δημος μας κερνουσε παγωτο καϊμακι στου Κανακη. Η Ευχαρις σπανια ερχοταν για να μην αφησει μονη τη μαμα.

Στα δεκατεσσερα μου πεθανε ο παπους και οι επισκεψεις στη Νεα Φιλαδελφεια σταματησαν. Δεν ξερω τι εγινε μετα. Πως πεθανε η θεια η Μαριανθη, πως γερασαν ο Δημος και η Ευχαρις. Που πηγαν οταν εφυγαν απο το προσφυγικο.

Λιγες μερες πριν τον γαμο μου, καποιος υπαλληλος μεταφορικης εταιρειας μου εφερε στο σπιτι ενα πανακριβο χειροποιητο χαλι, δωρο απο τον Δημο και την Ευχαρι (σε προχωρημενες ηλικιες πια). Δεν ειχε διευθυνση, τηλεφωνο, μονο τα ονοματα τους. Κι ενα σημειωμα που ελεγε: Στο αγαπημενο μας Δεσποινακι, Δημος και Ευχαρις. Ηταν ενα δωρο αναπαντεχο, δωρο αγαπης, μεγαλης αγαπης. Μπορει να το εκαναν για την ψυχη του παπου. Μπορει να το εκαναν γιατι με αγαπουσαν σα παιδι τους.

Μια εβδομαδα μετα το γαμο εφυγα για το Οχαϊο για μεταπτυχιακες σπουδες. Αν εμενα θα ειχα καιρο να τους βρω. Ο Δημος και η Ευχαρις εφυγαν κι αυτοι συντομα στο αιωνιο ταξιδι τους και δεν αφησαν πισω ουτε παιδι, ουτε σκυλι, ουτε γατι.

Ας πουμε οτι αφησαν εμενα, γιατι με αγαπουσαν πραγματικα, και παντα θα τους θυμαμαι εκει στο προσφυγικο με τα τεραστια χαμογελα, τα τραταρισματα στη σαλοτραπεζαρια που μυριζε περιεργα μια μουχλα, και το “αχλαδακι της μαμας”.

ο θείος Κώστας

Η μόνη φωτογραφια που εχω για να θυμάμαι του θείο Κώστα ειναι αυτη που βρήκα στο κουτί με τις φωτογραφιες της μαμας μου. Σαν μικρό παιδάκι γουρλωνα τα ματια με το πως κατάφερε ο θείος να κρατα το κεφαλι του. Για μενα ο θείος Κώστας ηταν ο «σοφός» θείος που επισκεπτόμουν συχνά και απολάμβανα τις πιο ωραιες συζητήσεις και για τους άλλους ηταν ο καθηγητής του Αστικού δικαίου στην ΑΣΟΕΕ απο το 1940 έως το 1970.

Πριν μερικά χρόνια γνώρισα στο σπίτι της πεθεράς μου, ένα γηραιό κύριο που πια δεν ζει. Όταν ανέφερε πως είχε τελειώσει την ΑΣΟΕΕ, τον ρώτησα αν είχε καθηγητή τον Κωνσταντίνο Φουρκιώτη. Τα μάτια του έλαμψαν στη στιγμή και αρχίσαμε μια ωραία συζήτηση για εκείνον. Όπως ειχα ακούσει και παλαιότερα ο θείος Κώστας ηταν ο πιο αυστηρός αλλα και ο πιο δίκαιος άνθρωπος του κόσμου.

Δυστυχώς στο διαδύκτιο δεν μπόρεσα να βρω βιογραφικά στοιχεία, αλλά βρήκα μερικές μαρτυρίες που θα παραθέσω αργότερα. Έτσι το αφηγηματικό μέρος της ιστορίας θα είναι από προσωπικές μου μαρτυρίες και αναμνήσεις. Εξ άλλου όλοι εκείνοι που τον ήξεραν πιο καλά από το περιβάλλον μου δεν ζουν πια.

Ο θείος Κώστας ήταν πρώτος εξαδελφος του πατέρα μου απο το σόι της γιαγιάς μου Κωνσταντίνας το γένος Χαιδεμενου. Απο ιστορίες που ειχα ακούσει ήταν φτωχός και σπούδασε δουλεύοντας συγχρόνως. Ήταν μεγαλύτερος από τον πατέρα μου και είχε στενές σχέσεις με τις αδελφές του. Έτσι εγώ που σαν παιδάκι πήγαινα στις θείες μου πολύ συχνά, με έπαιρναν και πηγαίναμε επίσκεψη στον θείο.

Ο θείος Κώστας σπούδασε στην Νομική Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Διορίστηκε καθηγητής Αστικού Δικαίου στην ΑΣΟΕΕ το 1940.

Έμενε σε ένα διαμέρισμα κοντά στην πλατεία Κανιγγος στο οποίο είχε κάνει ειδική ενίσχυση για να σηκώνει το βάρος των βιβλίων και των έργων τέχνης. Εκεί πηγαίναμε με τις θείες. Το διαμέρισμα του ήταν σαν μουσείο. Οι πίνακες δεν άφηναν να φανούν οι τοίχοι και πολλοί ακουμπούσαν απλά στον τοίχο. Οι περισσότεροι, πράγμα που συνειδητοποίησα αργότερα ήταν της σχολής του Μονάχου. Τα έπιπλα ήταν κλασσικά με ωραιότατες στόφες και τα τραπεζάκια και οι στήλες είχαν επάνω περίτεχνα βάζα.

Ο θείος Κώστας δεν ήταν παντρεμένος. Είχε μια ευγενέστατη οικονόμο την Κυρία Τούλα Λαμπελετ στην οποία μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Τι θα μας φέρετε κυρία Τούλα να κεράσουμε το κοριτσάκι μας, της έλεγε. Κι εκείνη με χαμόγελο πάντα έφερνε συνήθως γλυκό του κουταλιού που είχε φτιάξει η ίδια. Μετά πιάναμε την κουβέντα κι εγω τον ρωτούσα διαφορά πράγματα η του διάβαζα κάτι ποιηματάκια που έγραφα. Και ο αυστηρός καθηγητής ήταν μαζί μου ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Μου έδειχνε πίνακες και με προέτρεπε να παρατηρώ λεπτομέρειες και πως τα μάτια των πορτραίτων με ακολουθούσαν σε οποιαδήποτε οπτική γωνία. Η το πως οι καλλιτέχνες απεικόνιζαν τα ανθρώπινα χέρια.

Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο με ρώτησε τι θα σπουδάσω όταν μεγαλώσω. Τότε, νωρίς ακόμη του είπα, μαθηματικά. Κι εκείνος μου απάντησε πως τα μαθηματικά προβλήματα έχουν όλα λυθεί και κυρίως το σημαντικότερο, εκείνο του λαγού και της χελώνας. Όποτε θα ήταν καλύτερα να σπουδάσω νομικά.

Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του το άφησε στην Εταιρεια Φίλων του Λαού. Αλλά βρήκα το όνομα του και στους δωρητές της Ακαδημίας Αθηνών.

Παραθέτω φωτογραφίας που μάζεψα από το διαδύκτιο. Με τεράστιο σεβασμό σε ένα δίκαιο θείο που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια.

Δωρητές της Εταιρείας Φίλων του Λαού

Δωρητές Ακαδημίας Αθηνών

Σύγγραμμα

Άρθρο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ

Απο τα αστυνομικά χρονικά

Blogspot koutroulis-spyros

Η θεια Νικη

Η θεια Νικη (Ανδρονίκη Αποστολάκου το γένος Δρακουλη 1919-2021) εφυγε στις 16 Μαρτίου 2021 έχοντας κλεισει 101 χρονια ζωής.

Η θεία Νίκη ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της μαμάς μου. Σαν οικογένειες μεγαλώσαμε πολύ κοντά. Ήταν και θα ειναι παντα για μας ένα παράδειγμα δύναμης, αντοχής και καλωσύνης.

Βράχος στις δυσκολίες, εκεί για όλους μας, αν αρχίσω τις ιστορίες δεν θα τελειώσω ποτέ. Θα θυμηθώ μερικές στιγμές έτσι ανακατεμένα.

Τοτε που πηγαίναμε στο χωριο του θείου Αντώνη τα καλοκαίρια (στις Γούβες Λακωνιας) και μας φιλοξενούσε κι έψηνε τσαι του βουνού. Tee de la Montagne μας έλεγε, ελάτε.

Τότε που παραθεριζαμε οι δυο οικογένειες στον Τυρο Κυνουρίας και περνάγαμε αξέχαστα καλοκαίρια με τα ξαδέλφια μου.

Τότε που σε μια ώρα ετοίμαζε ολόκληρο τραπέζι για τους καλεσμένους συνεργάτες του θείου που προέκυπταν αναπάντεχα.

Τοτε που μας έφερνε το καλύτερο λάδι και χυλόπιτες από την τσοπανα σε όλους. Να μη πω και για το τουλουμοτυρι.

Η θεία Νίκη ήταν χημικός και καλλιτέχνις. Έφτιαχνε τα εμπριμέ σχέδια και χρώματα για τα υφάσματα στου Τσαντίλη. Όταν θέλαμε κάποιον να μας σχεδιάσει κάτι ομορφα σε κεινη πηγαίναμε.

Η θεία Νίκη έκανε τρία αγόρια. Το τρίτο ήταν ένα αγγελούδι με down syndrome που το λατρεύαμε όλοι. Χάρη στην υπομονή, την αγάπη της και τη φροντίδα όλων, έζησε κοντά στα εξήντα χρόνια και ήταν ένα αγόρι ευαίσθητο, καλό και ευγενικό. Όμως το αγγελούδι αυτό έφυγε πριν μερικά χρόνια και όλοι λέγαμε πως δεν θα το αντέξει. Όχι μόνο το άντεξε, όχι μόνο το δέχτηκε αλλά συνέχισε να δίνει κουράγιο σε όλους εμάς.

Τα καλοκαίρια που γυρνούσα στην Ελλάδα πήγαινα και την έβλεπα. Κάθε φορά μου έλεγε, τι καλά που ήρθες να σε δω γιατί του χρόνου μπορεί να μη με προλάβεις. Αυτό γινόταν για είκοσι χρόνια. Και το είχα δεδομένο πως θα την ξανά έβλεπα σίγουρα. Όμως όλα έχουν ένα τέλος.

Η θεία Νίκη στα χρόνια της σοκολατένιας πουτιγκας

Η πιο γλυκειά ανάμνηση που έχω από τη θεία Νίκη, είναι η σοκολατένια πουτίγκα που έφτιαχνε με παξιμάδια. Ευτυχώς που πρόλαβα κι έμαθα πως την έφτιαχνε. Κάποτε μου έστειλε η ίδια την συνταγή. Εγώ έβγαλα άκρη.

Η σοκολατένια πουτίγκα σε δική μου εκτέλεση κι από κάτω ένα κέντημα της μαμάς μου.

Η θεία Νίκη κοντά στα ογδόντα της πρώτη καθισμένη αριστερά.

Υ.Γ. Στην φωτογραφία της επικεφαλίδας, είναι η τριτη όρθια απο αριστερά, σε εκδρομή με γονείς, αδέλφια και ξαδέλφια στην Μαλακάσα

Πρωτομαγιά

Τα πιο ομορφα στεφάνια τα φτιάχναμε με λουλούδια του αγρού. Ήταν κάτι λιβάδια στην Κάτω Κηφισιά που την Πρωτομαγιά είχε κιόλας θεριέψει το χορτάρι. Ανάμεσα φύτρωναν εκείνες οι άσπρες μαργαρίτες με την κίτρινη καρδιά, και οι σλλες οι κίτρινες με την καφετιά. Ποτε ποτε έβλεπες και παπαρούνες. Άλλες είχαν ανοίξει, κόκκινες σαν φωτιές και άλλες ήταν ακόμα μπουμπούκια. Ζουπαγες το μπουμπούκι βάζοντας στοιχήματα. Τούρκος αν ήταν κόκκινο, Ρωμιός αν ήταν άσπρο. Και ήταν ακόμα εκείνα τα κίτρινα λουλουδάκια που δεν ήξερα το όνομα τους, ούτε τώρα το ξέρω, και τα λιβάδια ήταν ζωγραφιές. Τα μικρά μου μπουκέτα είχαν απο ολα. Καμία φορα έκοβα και λίγη πικροδάφνη. Μόνο οι παπαρούνες δεν άντεχαν το σφίξιμο στο μικρό μου χεράκι και μέχρι να γυρίσουμε στα Πατησια είχαν δύσει. Τα στεφάνια μας άτσαλα με αγωνία να κρατήσουν την στρογγυλάδα τους. Αλλα τόσο ομορφα! Δεν κράταγαν για πολλές μέρες. Οι ζεστες του Μαη τα μαραιναν γρήγορα. Και το καλοκαίρι μας χαιρετούσε με χαμόγελο. Καλή Πρωτομαγιά!

Ένα νεοκλασικό στα Πατησια

Το  διαβασα προχθες σε ανακοινωση του Δημαρχου Αθηναιων.

”  Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου αναμένεται να υπογραφεί το εργολαβικό συμφωνητικό για την αποκατάσταση της διατηρητέας έπαυλης στην οδό Θεοτοκοπούλου 34 στα Πατήσια. Το ανακαινισμένο ημιτριώροφο κτήριο θα λειτουργήσει ως πολιτιστικό κέντρο του Δήμου, ενώ τα 2 στρέμματα του κήπου θα αποδοθούν στο κοινό ως τόπος αναψυχής. Το έργο, δηλαδή η αποκατάσταση του κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και η προμήθεια του εξοπλισμού του πολιτιστικού κέντρου, έχει ενταχθεί στο αναπτυξιακό πρόγραμμα «ΕΡΓΟ ΑΘΗΝΑ» που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Βάσει της μελέτης, το κατασκευαστικό έργο έχει προϋπολογισμό 575.000 ευρώ, επί του οποίου έχει προσφερθεί έκπτωση 57% από τον μειοδότη στη σχετική δημοπρασία, που διεξήχθη στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Οι εργασίες προβλέπεται να διαρκέσουν 12 μήνες.
Το κτήριο χτίστηκε την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα σε περιβόλι 3,3 στρεμμάτων, στα τότε εξοχικά Πατήσια. Γύρω στο 1967, μέρος του κτήματος μετατράπηκε σε θερινό κινηματογράφο που λειτούργησε για 15 χρόνια περίπου. Ολόκληρο το ακίνητο αγοράστηκε το 2005 από τον Δήμο Αθηναίων έναντι 1.675.000 ευρώ, αλλά παρέμενε ως τώρα αναξιοποίητο. Μετά την αγορά του και μέχρι το 2009 ήταν υπό κατάληψη και υπέστη λεηλασίες.
Το κτήμα βρίσκεται στα δυτικά του τέως παγοποιείου Φιξ – Κλωναρίδου, του οποίου η σωζόμενη διατηρητέα «Βίλλα» πρόκειται επίσης να αποκατασταθεί μέσω του ίδιου προγράμματος, για ανάλογες χρήσεις. Έτσι οι Πατησιώτες θα μπορέσουν να χαρούν και να απολαύσουν ένα αναγεννημένο κομμάτι της κληρονομιάς τους, που θα αναβαθμίσει την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής.”

Το νεοκλασσικο της φωτογραφιας βρισκεται διακοσια μετρα απο το – πρωην – νεοκλασσικο που περασα τα πεντα πρωτα χρονια της ζωης μου.  Διακοσια μετρα με το ζορι

Ηταν κιτρινισμενο ασπρο με δυο ημικυκλικες μαρμαρινες σκαλες που ανεβαιναν δεξια και αριστερα. Ειχε πολλους φοινικες,  μπουζια στα παρτερια, με μεγαλα ψηλοταβανα δωματια.   Ηταν απεναντι απο την κοκκινη βλλα Κλωναριδη,  οπου εμενε η δεσποινις Τζουλια  Κλωναριδη με πολλα σκυλια.   Υπαρχουν  πολλα νεοκλασσικα ακομα στην περιοχη.  Το σπιτι της κυριας Ηβης (Κουμακη) στην διασταυρωση των οδων Ροσταν και Αγιας Λαυρας,  το διαγνωστικο  κεντρο , γωνια Αγιας Λαυρας και Ηρακλειου,  η βιλλα του Δρακοπουλου.  Ολα αυτα που καποτε ηταν τα πρωτα ” εξοχικα” σπιτια της παλιας Αθηνας.  Το σπιτι της γιαγιας μοιραστηκε σε πολλους κληρνομους και  δεν υπαρχει πια.  Το ισοπεδωσε μια μπουλντοζα,  μαζι με τους φοινικες, τα μπουζια και τα ψηλοταβανα δωματια.  Τα αλλα ομως εμειναν εκει πενηντα χρονια ακομα.  Και αφου τα καταφεραν να νικησουν το χρονο και να σταθουν ορθια μεχρι σημερα, πρεπει να  μεινουν να αγαπηθουν, να διατηρηθουν  και να τα βρουν οι επομενες γενιες.

20140117-204149.jpg

Η γιαγια Δεσποινα Δρακουλη  (Παυλιδου)  διπλα στον μεγαλο φοινικα

Η λαιλαπα της ασυδοτης δομησης στο δευτερο μισο του προηγουμενοι αιωνα,  αλλαξε προσωπο στην  πιο πεισματαρα περιοχη της Αθηνας.   Οτι απεμεινε απο την παλιοτερη αρχιτεκτονικη  ειτε μαραζωσε με τα χρονια και φαγωθηκε απο τον καιρο,  η αγοραστηκε απο καποιους που πολλες φορες δεν  ηξεραν καν τι ειναι οι ακροκεραμοι.   Ας το φροντισουν, ας το αγαπησουν,  ας του δωσουν ζωη.  Και ας το σεβαστουν οσοι περασουν την πορτα του.

20140117-184257.jpg

Έλα μαμυ μου…

έλα κοριτσάκι μου…

Ετσι αρχιζε η καθημερινη μας ημιωρη κουβεντα καθε πρωι πριν φυγω για το γραφειο. Μεσημερι ηδη εκει, μου ελεγε τι βρηκε στην αγορα, που πηγε το πρωϊ και τι μαγειρευε. Τι εγινε στην τραπεζα, ποιος την πηρε τηλεφωνο, ποιοανου γειτονα το σκυλι την ξυπνησε.

Οταν ημουν οχτω χρονων στην τριτη δημοτικου, στην Ελληνογαλλικη σχολη Αγιος Παυλος, η τοτε δασκαλα μου κυρια Λουλα Λοη, μετεπειτα Αλαφογιαννη, μας βοηθησε να φιαξουμε καρτουλες για τη γιορτη της μητερας. Εκεινες τις απιστευτα ατσαλες που το χρωμα ξεφευγει απο το περιθωριο, που τα λουλουδια ειναι παντα ροζ και ο ηλιος πιανει τη μιση ζωγραφια. Μετα μας παροτρυνε να διαλεξουμε στιχους απο ποιηματα που ειχαμε διαβασει εκεινη την ημερα. Μαζι φιαξαμε κι ενα μπουκεττο παπαρουνες με χαρτι γκοφρε.

Διαλεγω να γραψω το παρακατω, και ομολογω οτι δε θυμαμαι ποιος ηταν ο ποιητης.

” Κι αν θες μανουλα αγνοτερο λουλουδι στη γιορτη σου, να παρε το παιδι σου και φιλα το γλυκα. “

Της αρεσε πολυ αυτος ο στιχος, αφηστε που το Δεσποινακι εισεπραττε και τα φιλια που ζητουσε και γουργουριζε απο χαρα.

Καθε χρονο λοιπον ο στιχος επαναλαμβανοταν στις καρτουλες για τη γιορτη της μητερας. Μεγαλωσα, σπουδασα, παντρευτηκα, εφυγα για μεταπτυχιακα, εγινα μητερα και εμεινα (προσωρινα μη ξεχνιομαστε) στην “πρωτευουσα του πλανητη” . Οι καρτες εγιναν πιο φιν φον, τα μπουκεττα πιο πολυπλοκα, τα δωρα πιο ακριβα. Και παντα στον επιλογο ακολουθουσε το στιχακι των οχτω μου χρονων.

” Κι αν θες μανουλα αγνοτερο λουλουδι στη γιορτη σου, να παρε το παιδι σου και φιλα το γλυκα. “

Καποια στιγμη καπου εκει κοντα στα σαραντα, θεωρησα οτι μεγαλωσα και δε ταιριαζουν πια στις ευχες μου τα παιδικα στιχακια. Κι εκεινη που το περιμενε πως και τι, μου παραπονεθηκε.

.. μαμυ μου!

.. ελα κοριτσακι μου, τι καρτα ειναι αυτη που μου εστειλες;

Το στιχακι ξαναμπηκε στις καρτες και δεν εφυγε ξανα ως τον περσυνο Μαη.

Και οταν επαιρνε την καρτα μου τηλεφωνουσε ¨” Μα πως να σε φιλησω που εισαι μακρυα”  συμπληρωνε με στομφο απαγγελιας.

Τον Φλεβαρη αφου σε αποχαιρετησα βρηκα ολες αυτες τις καρτες φυλαγμενες στο κομοδινο σου. Και τις κρατησα για μενα. Για ενθυμιο μιας ιστοριας που κρατησε περιπου  μισο αιωνα.

Κι οταν κοιτω τις καρτες, εκεινες που το χρωμα ξεφευγε απο τα περιθωρια, τα λουλουδια ηταν ροζ, και ο ηλιος επιανε τη μιση εικονα, νομιζω οτι ειναι οι πιο ομορφες. Κι ας ειναι τσαλακωμενες και κιτρινισμενες.

Δεν εχουν κλεισει ακομα τρεις μηνες που σε αποχαιρετισα. Και ειναι στιγμες σαν σημερα που η απουσια εχει την σκληροτητα του τετελεσμενου γεγονοτος. Που για πρωτη φορα δεν μπορεις να κανεις οτι εκανες καθε χρονο. Που επαψες να μοιραζεσαι κι αρχισες να αναπολεις.

” Και πως να σε φιλησω που εισαι … μακρυα “

Σας φιλω γλυκα.

Τι θα ήθελες να είσαι αν δεν ήσουν αυτό που είσαι;

Αυτος ο τιτλος θυμιζει κατι σαν λευκωμα. Τι ειναι ερως; Τι ειναι απιστια;

Αυτος ο τιτλος ομως, ανηκε και σε ενα ραδιοφωνικο διαγωνισμο που εγινε πριν πολλες δεκαετιες. Οι συμμετεχοντες επρεπε να γραψουν καποια εκθεση και να την στειλουν στην ΕΙΡ (τοτε Εθνικο Ιδρυμα Ραδιοφωνιας) αλλα επρεπε να ειναι αρρενες. Η κυρια Δαφνη (υπεροχη μητερα του δεσποιναριου) ηταν τοτε ενα κοριτσοπουλο (δεσποινις Δαφνη Δρακουλη) . Της αρεσε η ιδεα, αλλα υπηρχε ενα προβλημα. Ηταν θηλυ! Αποφασιζει λοιπον να γραψει την εκθεση και να την υποβαλλει χρησιμοποιωντας το ονομα του μικρου αδελφου της Ριχαρδου. Η εκθεση ερχεται πρωτη και η δεσποινις Δαφνη πετωντας τη μασκα του αρρενος παει να παραλαβει το βραβειο της. Απογοητευση! Οταν οι κριτες ανακαλυπτουν την “απατη” , με λυπη την θετουν εκτος διαγωνισμου και δινουν το βραβειο στον πρωτο επιλαχοντα, που ειχε ολα τα ανατομικα προσοντα!

Τι ειχες γραψει χαρα μου;  προσπαθω να την κανω να θυμηθει.  Στο περιπου η δεσποινις Δαφνη θα ηθελε να ηταν γιατρος με οραμα αλλα δε θυμαται να μου πει λεπτομερειες.  Φυσικα δεν επιμενω. Οταν οι μεγαλοι ανθρωποι δεν θυμουνται λεπτομερειες, δεν ωφελει να τους πιεζουμε και να τους στεναχωρουμε.

Κυρια Δαφνη μετα εξαχρονου Δεσποιναριου στα βραχακια της Αλοννησου

Παραμενει ομως το ερωτημα! Τι θα ηθελες να ησουν, αν δεν εισαι αυτο που εισαι; Το σκεφτομαι μερικες φορες. Και ειναι δυσκολο να καταληξω σε μια και μοναδικη απαντηση. Παντα το κατηγοριοποιω σε γυναικες και ανδρες. Και αν ημουν γυναικα, θα ηθελα να ημουν η Κατριν Ντενεβ. Γιατι ποια γυναικα δε θελει να ειναι ωραια; Και για μενα η Κατριν ειναι η πιο ομορφη γυναικα (που συνυπηρξαμε χρονικα). Αν ημουν ανδρας που θα ηταν ενδιαφερον γιατι θα μπορουσα επι τελους να καταλαβω πως σκεφτονται (οχι οτι δεν ξερω τωρα, αλλα θα ηθελα να το νοιωσω κιολας βρε παιδι μου) θα ηθελα να ειμαι ο Μαρτσελο Μαστροϊανι. Τελικα οι χαρακτηρες που χρησιμοποιησα δεξια δεν ειναι τυχαιοι. Τελος παντων, επειδη το ξεφτυλισα λιγο το θεμα, μια εβδομαδα ως Καρλα Μπρουνι δε θα με χαλαγε, και μια εβδομαδα ως Μπαρακ Ομπαμα, ενα μηνα ως Σων Κοννερυ, και ενα μηνα ως Κριστιανα Αμανπουρ, μια εβδομαδα ως Ματα Χαρι και μια εβδομαδα ως Γκραντ Εσκοφιέ. Τελικα αν τα βαλεις ολα μαζι, παει περασε μια ζωη. Ομως ειμαι αυτη που ειμαι, με τα καλα μου και τα αναποδα μου. Η ιδια καρδουλα χτυπαγε εκει πανω στα βραχακια, η ιδια και σημερα γραφοντας αυτη την αναρτηση.

Τώρα που το ξανασκεφτομαι πιο ωριμα το θεμα, θα ηθελα να ειμαι ακομα εκεινο το φαφουτικο στα βραχακια!

Μαμά, μανούλα

cf84cf81ceb1cebc

τραμ στην οδο Πατησιων (προ 1955)

Παλιοτερα, καμια φορα τα Σαββατα, σας εγραφα τις κουβεντες που καναμε με τη μαμα στον πρωϊνο τηλεφωνικο Μαραθωνιο.  Ωρα Ελλαδας δυο, με περιμενει απικο στον καναπε με το φορητο τηλεφωνο στο χερι (εκεινη το λεει κινητο). Εαν παρω δυο λεπτα πιο νωρις μου λεει, πως ετσι σημερα πιο νωρις;  εαν δε αργησω πεντε λεπτα, παραπονιεται οτι αργησα.  Ετσι κι εγω εχω συντονισει το ρολοϊ μου με Γκρηνουϊτς για να μην μου στεναχωριεται,  αλλα τελικα ουτε αυτο το συστημα δουλευει, γιατι μονο το δικο της ρολοϊ παει καλα.

Την εχω βρει σε καλες φασεις μετα τις γιορτες που περασε παλι μια ψιλομελαγχολια.  Θελεις ο καλος καιρος που της επιτρεπει να πηγαινει περιπατο το πρωϊ,  θελεις η ανοιξη που μυριζει πιο εντονα,   οταν σηκωνει το τηλεφωνο και ειναι χαρουμενη τοτε φιαχνει και η δικη μου διαθεση.  Σημερα μαλιστα μου ειπε οτι πηγε μεχρι το Χοντος και πηρε βερνικι για τα νυχια και λακ για τα μαλλια. Οταν μια κυρια  περασμενα 80 κανει τετοιες εξορμησεις ειναι πολυ καλο σημαδι.

Σημερα λοιπον της ελεγα για το μπλογκ και το φεησμπουκ.  Προσπαθω να της εξηγησω διαφορα πραγματα και νομιζω οτι τα καταλαβαινει.  Της λεω πως γραφω διαφορες ιστοριες και ερχεται κοσμος και γραφει σχολια και εντυπωσεις, πως μεσα απο το μπλογκ μου εχει δοθει η ευκαιρια να γνωρισω ωραιους ανθρωπους αλλα να ερθω σε επαφη με παλιες γνωριμιες.  Αυτο της αρεσε παρα πολυ και μου ειπε “μπραβο κοριτσακι μου που ασχολεισαι με αυτα”. Της αναφερω την αναρτηση με τα τραμ και θυμαται δικες της ιστοριες τοτε που ηταν παιδι.

Ψαχνανε για κοπιδια για να φιαξουν φιγουρες για θεατρα σκιων. Επειδη ομως οι μεγαλοι δε τους δινανε, πηγαινανε στην μαντρα του Μιχα και παιρνανε σαρανταρες βιδες. Κρυφα το βραδυ τις αφηνανε στις γραμμες του τραμ και το πρωϊ τα κοπιδια ηταν ετοιμα.

Ο επιλογος ειναι παντα. ο ιδιος “Εμεις περασαμε ομορφα χρονια, κι εσεις περασατε ομορφα χρονια. Για ρωτα ενα παιδι σε εικοσι χρονια απο τωρα, τι θα θυμαται απο τα παιδικα του. Ολα σε ενα κομπιουτερ ειναι χωμενα.”

Εδω μου τα χαλασε γιατι ολη την ωρα σκεφτομουνα πως να της παρω ενα λαπτοπ να ερχεται να με διαβαζει και να μη μου σταναχωριεται, στο τελος ομως ερχεται παντα ο αφορισμος του παλιοκομπιουτερ.

Ο δρόμος που πληγώνει

Επτα περιπου χρονια κοντευουν να κλεισουν που το φιν φπν μπλογκ ειναι κοντα σας.  Αλλοτε συχνα, αλλοτε πιο χαλαρα οπως το φετεινο καλοκαιρι. Μεσα απο τα ματια μου παντα, προσπαθω να φερω τις πιο ομορφες εικονες, να μοιραστω μαζι σας ταξιδιωτικες εμπειριες και να διηγηθω ιστοριες απο το παρελθον. Σημερα η αναρτηση δεν θα ειναι φιν φον.

Θα θυμαστε μερικοι απο σας την σειρα των αναρτησεων με τιτλο ” Οδος Πατησιων ” .  Ηταν ενα ταξιδι – η απλα μια διαδρομη – στην οδο Πατησιων της παιδικης μου ηλικιας,  με το τρολεϋ, χωρις να ξεφυγουμε καθολου απο την λεωφορο.  Ισια να βγουμε στα Πατησια οπως ελεγαν οι παλαιοτεροι απο μενα -δεν εχουν  μεινει και πολλοι εδω που τα λεμε- .

Ειχα λοιπον την φαεινη ιδεα, οταν βγηκαμε απο το βαπορι στον Πειραια τον περασμενο μηνα: ” Δεν παμε απο κεντρο; δεν παμε απο Τριτης Σεπτεμβριου και Πατησιων, δεν θα εχει κινηση τετοια ωρα! ”  . Ηταν επτα το πρωϊ.

Τι το ηθελα;   Πολλες φορες αναρωτηθηκα αν ηταν καλη ιδεα. Οχι γιατι φοβαμαι να δω την αληθεια καταματα. Οχι γιατι δεν ηξερα τι θα εβλεπα, αλλα για την δικη μου ψυχολογια που πραγματικα επεσε.  Και συνεχισα να αναρωτιεμαι, τι πρεπει να κανουμε οταν τα πραγματα αλλαζουν προς το χειροτερο σε ενα τοπο απο τον οποιο εχουμε φυγει, κι εκεινος μαραζωνει.  Να γυριζουμε και να ψυχοπλακωνομαστε, να φευγουμε αφου μπορουμε και να λεμε,  εκλεισε αυτη η σελιδα, να αλλαζουμε δρομο,  να τολμαμε να γυριζουμε και να στεναχωριομαστε που δεν εχουμε μαγικα ραβδακια;

Η οδος Πατησιων -ειναι γνωστο τοις πασι- αρχισε να χαλα την δεκαετια του ’60 με τον οργασμο της ανοικοδομησης.  Τα εβλεπα. μηπως δεν τα εβλεπα;  Αλλο ειναι ομως να τα βλεπεις καινουργια κι αλλο τωρα κατεστραμενα.  Μαυρισμενοι τοιχοι,  ξεσκισμενες αφισσες,  κλιματιστικα βαλμενα σαν πινεζες οπου ναναι,  μαγαζια κλειστα.  Δεν ειναι οτι θελω να παρω το σημερα και να το κανω χθες, οχι!  Αυτο δεν γινεται.  Περασαν τα χρονια, ο δρομος αλλαξε, ο κοσμος αλλαξε, η οικονομικη κριση τον μουτζουρωσε.  Το μονο που λεω ειναι οτι θα ηθελα να ειχε εξελιχθει διαφορετικα.

P1130144

Θυμαστε την γκαλερι του Εδισον Βηχου – παλιου ζεν πρεμιε που ειχε πει στην μαμα να βαλει φαναρακι στηη εισοδο κι εκεινη πηρε αναποδες; – Τωρα εχει γινει φρου φρου κι αρωματα και αποθηκη με σαβουρα. Εχει διατηρησει όμως την παλια ξυλινη – τωρα σαπια – προθηκη.

P1130156

Να και το γωνιακο Πατησιων και Λασκαρατου.  Τα φυτα στα μπαλκονια δειχνουν οτι κατοικειται. Ειναι ομως σε αθλια κατασταση και ειναι κριμα γιατι ηταν ενα απο τα πιο ομορφα νεοκλασσικα.

Ποναει ξε-ποναει ομως δε παυω να τον αισθανομαι σαν ” δικο μου δρομο “. Και ο πονος ειναι πραγματικος. Ακομα ξερω οτι θα ξαναπαω, και ισως, που ξερεις , ισως καποια στιγμη να δω καποια βελτιωση. Ισως ενα κλασσικο κτιριο αναπαλαιωμενο και καθαρο, ισως πιο πολλα καταστηματα ανοιχτα, δεν ξερω τι να ευχηθω, ειλικρινα δε ξερω. Ισως λοιπον τοτε θα κρατω μια καμερα και ισως το μπλογκ αυτο να υπαρχει ακομα. Και τοτε θα κανω μια φιν φον αναρτηση που θα μας ενθουσιασει ολους.

Μπαμπάκο

Αυτη τη λεξη “μπαμπακο”  την ξεσηκωσαμε απο το Κολλητηρι.  Ενα πλασμα που χοροπηδαγε  πισω απο τον Καραγκιοζη τον εφερνε τουμπα και εκανε ολες τις σοβαρες δηλωσεις.

– Γεια σου μπαμπακο!

– Γεια σου οικογενεια!!

– Μπαμπακο, χτυπανε την προτα!

Πολλες φορες σε ελεγα μπαμπακο γιατι ησουν κι εσυ παιχνιδιαρης και σου αρεσαν τα γουτσου γουτσου.  Ειχαμε δικο μας κωδικα συννενοησης, θυμασαι;   Το  ” μπουρδου μπουρδου μπο ”  δε σημαινε τιποτα για κανενα αλλα για μας σημαινε ” τι σαχλαμαρες λεει παλι αυτος..”.  Και εκεινο το Α.Κ  .. καλα δε θα πω εδω τι σημαιναν τα αρχικα Αλφα Καππα γιατι το μπλογκ ειναι σοβαρο μπαμπακο.

Δεσποιναριον και πατερουλης, Πατησιων 318, στο σπιτι που γεννηθηκα. Απεναντι βλεπετε το παλιο εργοστασιο  ζυθοποιιας ΦιΞ.

Ειναι μερικες στιγμες που μου εχουν μεινει εντονα στη μνημη  απο τις κουβεντες μας.   Σε μια εποχη που οι πατεραδες δεν μιλουσαν πολυ με τα παιδια τους, εσυ οχι απλα μιλουσες αλλα θεωρουσες τα κοριτσια δωρο θεου.  Μας προετρεπες παντα να μαθουμε οσο περισσοτερα μπορουσαμε και να ειμαστε δικαιες και να μην υποτιμουμε κανενα.  Μου το περασες στο DNA,  τωρα ειμαι σιγουρη, αλλα και το λεγε λεγε, δε μου εκανε καθολου κακο.   Καλα δε θα ξεχασω μια κουβεντα που ειπες στον Κυριο Κωστα και στον κυριο Αλκιβιαδη ενα βραδυ που τρωγαμε πιτσες στο Πορτοφινο. Ηταν μια απο τις Πεμπτες που η μαμα επαιζε κουμ καν με τις ” καρακαξες” .   ” Ο Δημητρακης μου θα δωσει Νομικη”  ,  ” ο Γιαννακης μου θα γινει οικονομολογος”.  Πετιεσαι κι εσυ και λες σαν παγωνι ” Το Δεσποινακι μου θα γινει μηχανικος του Πολυτεχνειου”.  Κι εκει ο κυριος Αλκιβιαδης που  με ειχε μονο για να τραγουδαω τη “Μαρια με τα κιτρινα”, εμειδιασε..  Αργοτερα οταν το Δεσποινακι σου περασε στο ΕΜΠ,  εσυ ελαμπες αλλα δεν ειπες τιποτα για τους αλλους που εφυγαν στο Λονδινο.   Σε θυμαμαι εκεινο το πρωϊ που ηρθα με την εφημεριδα και το ονομα μου,  που λαχταρησες, και στο λεω φοβηθηκα.

Οταν ελειπες δεν παρελειπες να γραφεις και σε μας τα παιδακια σου. Ομορφα γραμματακια με την εικονα σου παντα διπλα για να ξερουμε απο ποιον ηρθε το γραμμα.   Κι οταν ερχοσουν παντα ειχες κατι για μας που υποτιθεται οτι φροντιζαμε τη μαμα.

εξω απο τον Αη Δημητρη το Λουμπαρδιαρη

Καμια δεκαρια χρονια ζησαμε καθημερινα κοντα κοντα.  Κι αυτα τα χρονια εμεθα τοσα οσα χρειαζεται ο ανθρωπος για να λεγεται ανθρωπος.  Οχι γιατι μου πιπιλαγες το μυαλο, αλλα γιατι τα εκανες πραξη.   Χαιροσουν τη ζωη καθε στιγμη. Φυτεψες δεκαδες τριανταφυλλιες στο κτημα και εβαλες και κοτες γιατι θα ερχοταν η μικρη Δαφνη το καλοκαιρι.  Μοιραζοσουν το κρασι που εφιαχνες (τη σαμπανια σου) με τον κοσμο.  Μιλουσες στον πληθυντικο στους εργατες.  Εδινες μια κλωτσια στην μπαλα και την χαναμε.  Αγαπουσες τη μαμα κι ολες τις ωραιες γυναικες.   Το γαλακτομπουρεκο, τον Παναθηναϊκο,  το σουπωτο πιλαφακι με φρεσκια ντοματα.  Κι εμενα!

Εφυγες αποτομα και πολυ νωρις. Χαζομαρες τωρα μπαμπακο.. βιαστηκες.  Γιατι ειχα να σου πω τοσα πολλα και για τα αλλα που εμαθα.   Και εσυ θα καμαρωνες, ειμαι σιγουρη.  Εφιαχνα λαζανια την ωρα που χτυπησε το τηλεφωνο.  Τα πεταξα. Δεν ξαναφιαξα λαζανια ποτε πια.

Το κηπάκι

Ξαφνιάστηκα με ενα “ping” στο iPad πρωι πρωι. Ήταν ενα συγκινητικό μήνυμα στο inbox του Facebook σταλμένο απο μια φιλη κυρια που μένει τωρα με την κορούλα της στο πατρικό μου. Εκει που έμενε παλια η μαμα. Παραλείποντας ονόματα που δεν έχουν καμια σημασία αντιγράφω το μήνυμα.

“Αγαπημένη Δέσποινα σήμερα άνθισε το πρώτο λουλουδάκι της αβοκαντιάς στον κήπο, οι λεμονιές ανθίζουν εδώ και 10 ημέρες, η μανταρινιά προχθές, η σαγκουινιά δεν έχει αποφασίσει ακόμη. Φυτέψαμε ίριδες, ανεμώνες, φρέζιες, γλαδιόλες, ντάλιες και μόλις έσκασαν τα βλασταράκια τους. Πολύ τα αγαπάμε αυτά τα δέντρα και όσα φυτέψαμε και κάθε μέρα τα παρατηρούμε και τους στέλνουμε την αγάπη.”

Ο κήπος στο πατρικό μου ήταν στα νιάτα του πανέμορφος. Μπροστα ειχε γκαζόν και παράλληλα με το πεζοδρόμιο, φουντωτα λιγουστρα. Η μαμα ειχε φυτέψει κατα μήκος της προσοψης πολλές τριανταφυλλιές και ήξερε και τα ονόματα των ποικιλιών. Ήταν ονόματα περίεργα τοπονυμιων η ωραίων γυναικών που δεν τα θυμάμαι πια. Στα μεσα του Απρίλη άνθιζανε οι τριανταφυλλιές και μοσχοβολουσε η γειτονια. Ήταν τόσο όμορφες που δεν γλύτωναν τις βραδυνες επιδρομές απο περαστικούς που τις ρημαζανε. Ολόκληρα κλαδιά κατέβαζαν. Η μαμα ειχε πει, θα τους βάλω ενα κλαδευτήρι, τουλάχιστο να μην τις ξεμασχαλιαζουν.

Στο πλάι του σπιτιού είχαμε μια τσιντονια που την ανοιξη γινοταν κατακόκκινη.

Στο πισω μερος του σπιτιού υπήρχε ενα πλακόστρωτο και γυρω γυρω παρτερια. Εκει φυτεύτηκαν οπωροφορα. Οι λεμονιές υπάρχουν ακόμα και σημερα σαράντα χρονια και βάλε. Ήταν διάφορες, ολο το χρονο κόβαμε λεμόνια!

Στα παρτερια η μαμα φυτευε λουλούδια, φτέρες και πρασιναδες, διαφορα κατα καιρούς. Της αρεσε η κηπουρική και ειχε φιαξει ενα τροπικο δασακι εκει πισω. Την δεκαετία του 60 φύτρωσε μονη της μια τζανερια που θεριεψε κι έφτασε στο μπαλκόνι του επάνω ορόφου. Τα καλοκαίρια ήταν κατάφορη απο τζανερα. Κόβαμε, πλεναμε και είχαμε το πιο νόστιμο φρούτο.

Την δεκαετία του 80 φύτρωσε μόνο του ενα δέντρο άβοκαντο. Αυτο κι αν θεριεψε. Ακόμα και σημερα βγάζει καρπούς, μα ειναι δύσκολο να τους φτάσει κανεις.

Στο πλακόστρωτο έφεραν μια κούνια fer forge’ για μας τα κοριτσάκια. Η Τίνα την χρησιμοποιούσε σαν μονόζυγο. Παντα κρεμασμένη απο τα πόδια ανάποδα ήταν με το κεφαλι να αιωρείται στο κενό. Λαχταρούσε η μαμα και την έλεγε, το παιδι μου ο Τιραμολας. Εκει μεγαλώσαμε δυο χελωνιτσες που τις είχαμε φέρει απο κατι εκδρομές. Τον Τσικο και τον Τσίλι. Ειχαν εξοικειωθεί και έτρωγαν ντοματες απο τα χεράκια της Τινας χωρις να χωνονται στο καβούκι τους μόλις μας έβλεπαν.

Η μαμα ειχε φιαξει όμορφο και το μπαλκόνι της κουζίνας της που ήταν αρκετα μεγάλο κατα μήκος του σπιτιού. Ειχε παντα γλάστρες με κακτους, δενδροφυλλα, βασιλικους, αρμπαροριζες και αλλα αρωματικά. Αυτο το μπαλκόνι το τόσο ευωδιαστο, ήταν για μενα το … καλοκαιρινό μου γραφείο. Στο βάθος του μπαλκονιού ειχα βγάλει ενα τραπεζάκι κι εκει διάβαζα. Αυτή η γωνία με φιλοξένησε νύχτες αξημερωτες το καλοκαιρι που έδινα εισαγωγικές. Προστατευμενη απο μια πράσινη τεντα απο τον καιρο, με τα αρώματα απο τις γλάστρες, με το ποτήρι του νες καφε, και το φως του γραφείου μου που ειχα μεταφέρει εξω, με έβρισκε το πρωι, πάνω απο την οργανική χημεία που μισούσα η την γεωμετρία που λάτρευα.

Κι εκανα ενα ετσι και χαιδευα τον βασιλικό και γέμιζε ο αέρας ευωδίες.

Αργοτερα οταν γυριζα τα καλοκαίρια η μαμα μου ειχε παντα μια γλάστρα με βασιλικό. Εκει τρώγαμε μαζι πρωινό. Το τραπεζάκι μου τωρα ειχε ενα λουλουδενιο τραπεζομάντηλο. Εγω καφε με γάλα κι εκεινη γάλα με καφε – πως το πίνεις αυτο το μαυροζουμι; απορουσε καθε μα καθε φορα! –

Σε πείσμα των καιρών, το κηπάκι εξακολουθεί να ειναι μυρωδατο και να αγαπιέται! Σε πείσμα των δεκαετιών, η λεμόνια εξακολουθεί να δίνει. Σε πείσμα που νικά το χρονο, αλλα κοριτσάκια μεγαλώνουν στο κηπάκι μου!

Η απαγγελία

Γυριζοντας στα μικρα μαθητικα  χρονια,  μια μερα σαν κι αυτη,  στο παλκο του μικρου θεατρου του δημοτικου σχολειου, το δεσποιναριον απαγγελει Τον Ματροζο του  Γεωργιου Στρατηγη.  Ειναι η δευτερη φορα που φερνω αυτο το ποιημα στο μπλογκ. Η προηγουμενη ηταν τον Γεναρη του 2008. Πριν τρια χρονια.  Τοτε ειχα πεντε αναγνωστες. Τωρα λιγο περισσοτερους.  Για τους καινουργιους φιλους λοιπον.  Ο Ματροζος ειναι το πιο αγαπημενο ποιημα των παιδικων μου χρονων.  Το ξερω ολο απ’ εξω χωρις να μου ξεφευγει λεξη. Το εχω απαγγειλλει πανω απο δεκα φορες σε σχολικες γιορτες, γιατι δε νομιζω να το ηξερε κανεις αλλος απ’ εξω.  Ο Ματροζος ηταν το αγαπημενο ποιημα του μπαμπα μου ο οποιος καποια στιγμη μου χαρισε μια ποιητικη ανθολογια.  Για να τον ευχαριστησω τον ρωτησα ποιο ποιημα θελει να μαθω απ’ εξω και να του απαγγειλω.  Τον Ματροζο μου απαντησε και τα ματια του σπινθηροβολησαν.  Κι εγω το μικρο δεσποιναριον παντα πιστο στο λογο του (οπως και το μεγαλο)  εμαθα το ποιημα κι ενα βραδυ, αφου τελειωσαν οι ειδησεις, σηκωθηκα εκανα υποκλιση και ειπα το ποιημα.  Περιττο να σας πω ποσο χαρηκε και στο τελος εκλαιγε οπως και οι δυο γεροι της ιστοριας.  Πρεπει επισης να σας πω οτι καθε φορα που το ελεγα στο σανιδι των μικρων μαθητικων θεατρων,  προσθετα και περισσοτερο στομφο, υφος και παθος. Δυναμωνα και χαμηλωνα τη φωνη και στο τελος εκλαιγε και ο θεατης. Το ποιημα ειναι συγκινητικο απο μονο του,  δεν χρειαζεται το μικρο κοριτσακι, αν το διαβασετε θα καταλαβετε τι λεω.  Γραμμενο σε δεκαπεντασυλλαβο στιχο με ομοιοκαταληξια, μαθαινεται ευκολα.  Δεσποιναριον με δαφνες στα μαλλακια και  γαλαζιο φορεμα στο σανιδι του δημοτικου σχολειου απαγγελει τον Ματροζο.

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ’ τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους αμα δεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που ‘χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου λέγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

“Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ’ αποθάνω”,
στο τέλος πάντα μου ‘λεγε μ’ εν’ αναστεναγμό,
“Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα…

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ’ τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα
απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ’ εκείνον που ‘χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη”.

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ’ απ’ το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

“Εδώ τι θέλεις, γέροντα?” ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. “Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής?”. “Ποιος Κωνσταντής?”. “Αυτός… ο Ψαριανός”.
“Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!”.

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
“Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!”.

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να ‘ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε* τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

“Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή?” σε λίγο του φωνάζει,
“γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!…”.
“Ποιος το ‘λπιζε να δει ποτές”, ο γέροντας στενάζει,
“τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!…”.
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

“Ποιος είσαι, καπετάνο μου? Και ποιο ‘ναι το νησί σου?”,
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
“πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ’ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη?
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη?”

Απ’ έξω απ’ την Τένεδο …πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ’ την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια…
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ…
Χρόνος δεν ήταν που ‘καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα…

Απ’ έξω απ’ την Τένεδο, θυμάσαι? Μια φρεγάδα
σ’ έβαλε εμπρός μ’ αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ’ οχτώ βατσέλα πίσω της* εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους… επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρωνώ από μακριά… κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ’ εξώρκιζαν να φύγουμε* τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε* επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες… δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και “όρτσα! μάινα τα πανιά!” φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες… μ’ αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε* η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: “Τι κάνεις καπετάνο?”
Κι εγώ τους λέω: “Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω…”.

Και σου πετώ τη γούμενα… και δένεις το μπουρλότο…
κάνω τιμόνι δεξιά… το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε* θυμάσαι? Σου φωνάζω,
“Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς”, μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν’ ανεβούν… έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω,
και σ’ έσωσα κι εφύγαμε… μα δάκρυα βλέπω χύνεις!…”.

“Ματρόζε μου!” δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.

Η μικρή Ολλανδέζα

Η μικρη ολλανδεζα με τα λουλουδακια στο χερι, ξεφυγε απο την υπολοιπη παρεα και πηγε να ποζαρει μονη της στη γωνια.

Τις αποκριες παντα ντυνομασταν μασκαραδες.  Η μαμα επαιρνε τις στολες απο τον οικο Τσαγανεα στη διασταυρωση Πατησιων και  Αγιου Μελετιου, ακριβως πανω απο τo παλιο καταστημα της Καλογηρου.  Πολλες φορες τις ερραβε μονη της γιατι ηταν και μερακλου, και μετα πηγαινε στην Ερμου, και εβρισκε το καταλληλο καπελλο η περρουκα.

Ετσι, ενω η μικρη ολλανδεζα, ηταν ισως η πρωτη μου αποκριατικη στολη, επακολουθησαν πολλες ακομα ολες φιαγμενες με μερακι και αγαπημενες. Η μικρη ολλανδεζα φορεθηκε αργοτερα απο την Τινα, με περισσοτερη επιτυχια, αφου εκεινη ειχε μακρυα μαλλακια και πλεχτηκαν σε δυο κοτσιδακια, που με τη βοηθεια ενος συρματος μεσα στην πλεξη στεκοντουσαν ..ορθια!

Μια απο τις αγαπημενες μου, ηταν η γνωστη απο την comedia dell’ arte .. colombina.  Μακρυ φουσκωτο ροζ τουλινο φορεμα  με πουλιες και παγιεττες, με σατεν μπουστακι, και τουλινα στολιδια στο κεφαλι.   Η στολη της μαρκησσιας ηταν επισης μια απο τις πιο επιτυχημενες, με μια ωραιοτατη λευκη περρουκα.  Η αποθεωση της μασκαραδιστικης στολης στο αθωο μυαλουδακι του δεσποιναριου, ηταν το κραγιον στα χειλη.  Ηταν η μονη φορα που μας επιτρεποταν να βαλουμε κραγιον, και αυτο μας εβαζε αυτοματα στον κοσμο των μεγαλων.  Θυμαμαι αμυδρα να προσπαθω να το κρατησω και να μη το γλυψω και φυγει. Και ολο ρωταγα, ειναι ακομα κοκκινα;

Μετα τα κοκκινα χειλακια ηταν η μαυρη ελια στο μαγουλο. Αυτη δεν μπορω να πω οτι με ξετρελλαινε, και ποτε δα καταλαβα τι παριστανε.  Ισως γιατι συμφωνα με τα δημωδη ασματα, η λυγερη ηταν σμιχτοφρυδα και με ελια, και εθεωρειτο η καλλονη του  βουνου, του καμπου αλλα και  της πολης.  Αργοτερα στο καλλιτεχνικο στερεωμα εμφανιστηκαν διασημες καλλονες με ελια, οπως η Μαρινελλα, η Αννα Βισση και η Μαντονα.  Τελικα μπορει ο ποιητης κατι να ηξερε ανεκαθεν. Σβινννν με ενα μολυβι  πανω απο το χειλακι η στη μεση στο μαγουλο.

Στη συνεχεια ντυθηκα, Αμαλια,  χωρικη του Σαλτζμπουργκ, ανθοπωλις,  τσιγγανα (εκει η ελια ηταν απαραιτητη, αλλα και το τσιγαρο),  αμαζονα, σαρακατσανα (με τοσο βαρια περιδεραια απο φλουρια που γρινιαζα). Οι σερπαντινες και το κονφετι εδιναν και επαιρναν,  η μαμα παραπονιοταν για μηνες  μετα τα παρτυ οτι μαζευε κονφετι απο παντου.   Πλανοδιοι πουλουσαν καπελλακια πιερροτου και μασκες με λαστιχακι συνηθως μαυρες.  Παρτυ καναμε και στα σχολεια και σε φιλικα σπιτια.  Δε θα ξεχασω μια φορα που ετυχε να βρεθω σε μασκε παρτυ  χωρις να ειμαι ντυμενη. Ειλικρινα δε θυμαμαι πως εγινε αυτο. Μαλλον ηταν γεννεθλια κοντα στις αποκριες και η μαμα δε το καταλαβε. Αλλα θυμαμαι χαρακτηριστικα, να βγαζω το φουστανακι μου και να μενω με το..φουρω, και να εξηγω στα παιδακια οτι αυτο.. ειναι το.. μπαλλαρινικο μου!  Μεχρι που με πηρε χαμπαρι η  μαμα με το στριπ τηζ και τις εφαγα!

Οι συνηθισμενες στολες την εποχη εκεινη ηταν η μπαλλαρινα, η μαρκησια, η νεραϊδα της νυχτας για τα κοριτσακια ενω για τα αγορια, ο καουμποϋ, ο πιεροττος και ο απαχης. Βεβαια παντα επαιζαν και τα μικρα ζωακια που βλεπετε στη φωτογραφια.

Την τελευταια φορα που ντυθηκα μασκαρας ημουν φοιτητρια.  Μου ειχε φερει ο μπαμπας απο το Τεξας ενα δερματινο γιλεκο με κροσσια βρηκα κι ενα   καπελλο καουμποϊκο και ντυθηκα .. καουμποϊσσα.

Σας παρουσιαζω τα παιδακια του παρτυ:

p2070004

Απο  αριστερα απανω η Τζελλη (δευτερη εξαδελφη), ο Μιμης (δευτερος εξαδελφος) και η Λιζεττα, κορη φιλης της μαμας.

ακριβως απο κατω, ο Νεστορας που εφυγε απο κοντα μας πολυ νεος, αδελφος της Τζελλης, και η Λουϊζα κορη φιλης της μαμας.

στην πρωτη σειρα. Ο Ροδολφος (πρωτος εξαδελφος), το δεσποιναριον, η Βικυ (κι αυτη ξαδελφουλα) , η Εφη (αδελφη του Μιμη)  και ο Βαγγελακης (γιος της κυριας Ποπης, φιλης της μαμας της Βικυς)

Μονη της κατω..  ουτε ξερω! ουτε η μαμα θυμαται ποιανου ειναι το ζουμπουρλουδικο μασκαραδακι.  Ισως καποιο γειτονακι. (Χμ μπορει και να ειναι η Κατερινα η επονομαζομενη “καρακακή ” στα παιδικα μας χρονια)

Σας φιλω γλυκα και ευχομαι καλες αποκριες.

Καλό σου ταξίδι αγαπημένη μανούλα

Προσγειωνομαι ατην Αθηνα το σουρουπο που εμελλε να καει.  Ο ηλιος πλησιαζει τον οριζοντα και ειναι μες τα ματια μου οπως οδηγω στην Αττικη οδο. Η κινηση ειναι λιγοστη για  Κυριακη απογευμα. Η θλιψη μου ειναι πιο μεγαλη απο την θλιψη της Αθηνας.

Προσγειωνομαι στην Αθηνα εικοσιεννεα ωρες απο την ωρα που η μαμα  εφυγε για το τελευταιο της ταξιδι.  Γυρισε τον κοσμο στα νιατα της η μαμα. Μεχρι την Ιαπωνια και τις Ινδιες πηγε μαζι με τον αγαπημενο της. Και τωρα παει να τον συναντησει. Και μου το ειπε δηλαδη.  Εγω θα φυγω κοριτσακι μου, μου ειπε την τελευταια φορα που μιλησαμε. Ματαια προσπαθησα να την πεισω να τρωει το φαγακι της. Το ειπε και το εκανε. Οπως παντα.  Σαββατο μεσημερι πριν εννεα ημερες η Τινα της εκλεισε τα ματακια.

Προσγειωνομαι στην πραγματικοτητα εννεα μερες μετα στην Washington και παλι. Ουτε πρωϊνα τηλεφωνηματα, ουτε τιποτα πια.  Απο την γωνια μου βλεπω τον ηλιο να δυει πισω απο τις λευκες και αναρωτιεμαι που να βρισκεται η γειτονια των αγγελων. Απο ποιον φεγγιτη τρυπωνει η αγαπη της;  Πως θα μαζεψω και θα τακτοποιησω ενα σωρο αναμνησεις;

Καλο ταξιδι αγαπημενη μανουλα.

20120220-161802.jpg

Δἀφνη Δρακουλη-Μπαρτσακούλια

17/9/1924 – 11/2//2012

Η πρωτοχρονιάτικη ιστορία της αλεπούς

” Πριν πολλα χρονια.
Μολις ειχαμε γυρισει στο σπιτι απο το παραμονιατικο παρτυ της Βικυς. Παντα γιορταζε τη γιορτη της την παραμονη. Η μαμα της ντυνοταν Αη Βασιλης κι εμεις το ξεραμε αλλα δε μιλαγαμε γιατι μας εδινε δωρα.
Η μαμα μπαινοβγαινε στο μπανιο και φιαχνοτανε. Τριχα δεν ξεφευγε απο το μαλλι.
Ο μπαμπας ειχε βγαλει το μαυρο κουστουμι και εψαχνε για γραβατα.
Επανω στο κρεββατι τους απλωμενη η ετολ αλεπου της μαμας.
Εγω δε την χωνευα αλλα η Τινα την φοβοταν κιολας. Με το κεφαλι της και με τα ολα της.
Ειχε και μια κοπιτσα στο στομα για να πιανει στην ουρα.
Εγω εφτα χρονων και η Τινα τριων. Με τα νυχτικα μας και μουτρωμενες. Δηλαδη μουτρωνα εγω, με εβλεπε η μικρη .. μουτρα κι εκεινη
Εμας δε θα μας επαιρναν στο ρεβεγιον με τους μεγαλους. Θα μεναμε σπιτι με την κυρια Τασια.
Παλι τα ιδια, θα μας εφιαχνε πατατες τηγανητες για να μας καλοπιασει κι εμεις θα της βγαζαμε το λαδι μεχρι να κοιμηθουμε.
– Τινα παμε να δουμε την αλεπου;
– Οχι να την πετατσουμε!!!!!
– ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΤΑΤΣΟΥΜΕ ΝΑΙ!!!!
Η μπαλκονοπορτα ανοιγει η αλεπου σερνεται εξω και καταληγει στα παρτερια του κηπου.
Την πετατσαμε!
Και ξυλια φαγαμε στους μικρους μας ποπους, και μειναμε να φαμε πατατες τηγανητες, και πρηξαμε και την κυρια Τασια. Που η καυμενη μας πηρε αγκαλια για να μη μυξοκλαιμε. Για μια παλιοαλεπου.
Παραμονιατικα! “

Το εικόνισμα

Η κυρια Νιοβη ηταν δεν ηταν πενηντα χρονων, ομως στα παιδικα μου ματια, αλλα και στη σημερινη μου μνημη εμοιαζε με εξηνταπεντε.  Ηταν η γυναικα του σπιτονοικοκυρη μας και ζουσαμε για τρια χρονια εμεις απανω κι εκεινοι κατω σε ενα πολυ ομορφο σπιτι με κηπο. Τρια χρονια, οσο χρειαστηκε δηλαδη να χτισουμε το δικο μας σπιτι.  Η κυρια Νιοβη ηταν αυτο που λεμε αρχοντογυναικα.  Ευσωμη, ψηλη, αφρατη,  με το μαλλι σε ξανθο χτενισμενο παντα αψογα σε κοτσο αλα Γκρεης Κελλυ.  Αυτο το χτενισμα το λεγαμε τοτε “μοντερνο κοτσο” για να τον ξεχωριζουμε απο τον κοτσο των δεσποινιδων της “Ζωης”.   Τριχα δεν ξεφευγε ποτε απο τον κοτσο της κυριας Νιοβης.  Ειχε παντα ενα ανεπαισθητο χαμογελο που ποτε δεν γινοταν πλατυ για να μην σπασει το δερμα και παρουσιαστει καμια ρυτιδα.  Και ομολογω οτι τα ειχε καταφερει.  Πεντηντα και κι ενα δερμα σιδερωμενο και ατσαλακωτο χωρις πλαστικες που εκεινο τον καιρο ηταν και σχεδον αγνωστες.

“Σαν εικονισμα ειναι αυτη η γυναικα” ειχε πει ο μπαμπας και δεν ειχε αδικο,  “ετσι μουρχεται να κανω το σταυρο μου οταν την βλεπω”.  Ακινητη, ατσαλακωτη με την ακρη του χειλιου ελαχιστα τραβηγμενη. Η κυρια Νιοβη δεν εκανε ποτε δουλειες.  Ειχε καλοπαντρευτει εναν εμπορο που οι γονεις του ειχαν ερθει απο τη Σμυρνη και ειχε καταστημα στην οδο Ευριπιδου.  Ηταν εξω καρδια ο κυριος Ευαγγελος.  Ευχαριστος, γελαστος με την καλη κουβεντα.  Δεν ειχε κανενα προβλημα που το πρωϊ φοραγε ασπρη ποδια στην αγορα.  Φανταζομαι οτι οταν μεγαλωσεις σε μια οικογενεια που μοχθησε να φιαξει κατι,  κατι καλο αποκομιζεις.  Ειχε δουλεψει πολυ ο κυριος Ευαγγελος και εκανε περιουσια.  Η κυρια Νιοβη  παλι  ηταν του θεαθηναι.

Στο σπιτι δεν μαγειρεψε ποτε. Η γιαγια η Ελενη, μητερα του Ευαγγελου ειχε αναλαβει την κουζινα. Λεπτη αεικινητη και τσαουσα, δεν επροκειτο ποτε να της παρει κανεις την κουζινα. Μαγειρευε υπεροχα η γιαγια Ελενη. Οταν εφιαχνε πιτες η μυρωδια με εφερνε κατω. Πεντε χρονων ημουν τοτε αλλα θυμαμαι τα παντα. Το μεγαλο τραπεζι της κουζινας, τα νταχτιρντισματα, και τα φιλεματα. Ειχε και μια “εσωτερικη υπηρεσια” η κυρια Νιοβη κι ετσι εκεινη, οταν δεν ηταν στο κωμμωτηριο, καθοταν απαλα στον βελουδινο καναπε και επινε τσαι με τα κουλουρακια της γιαγιας Ελενης και η ζωη κυλουσε ανεμελα.

Η κυρια Νιοβη ειχε τρια παιδια.  Δυο αγορια, εικοσι και εικοσιτεσσαρων και μια κορη που τελειωνε το γυμνασιο.  Την Λιανα.  Η Λιανα ηταν πολυ ομορφη κοπελα, μα παρα πολυ.  Φυσιογνωμικα ειχε παρει απο τον πατερα της, μελαχροινη και γλυκεια με τα πιο βαθεια λακκακια στα μαγουλα που εχω δει.  τα λακκακια στα μαγουλα ηταν για μενα ο ορισμος της γλυκας.  Μου ειχε κανει εντυπωση η Λιανα, αλλα κι εκεινη με αγαπουσε πολυ.  Με επαιρνε καμια φορα στις βολτες της και καμαρωνα γιατι ολοι μας κοιταζανε. Τη Λιανα κοιταζανε και οχι το μικρο δεσποιναριον-κατσικι που χοροπηδουσε διπλα της και σκεφτοταν:  “αυτοι νομιζουν οτι ειμαι η μικρη της αδελφη και οταν θα μεγαλωσω θα εχω κι εγω λακκακια στα μαγουλα”.  Οι παιδικοι συνειρμοι ειναι αχτυπητοι.

Τα αγορια οταν τελειωσαν το σχολειο -με το ζορι- παρ’ολη την οικονομικη ανεση δεν σπουδασαν.  Δεν τα επαιρναν τα γραμματα, πως το λενε!  Ο κυριος Ευαγγελος τους εβαλε ποδια και τους πηρε στο μαγαζι.  “Μπακαλογατους τους εκανε” ελεγε ο κοσμος.  Η Λιανα παλι οταν τελειωσε το γυμνασιο και μαλιστα πολυ καλα, επρεπε να παντρευτει.   Εψαξαν και της βρηκαν ενα παιδι απο γνωστη και πλουσια οικογενεια.  Επαγγελμα, ειχε πλουσιο πατερα.  Μορφωση πεζοδρομιου.  Ο νεος ξημεροβραδιαζοταν στην πιατσα και κοιμοταν με ολους τους αντρες που επιθυμουσαν την παρεα ενος νεαρου αγοριου.  Ολα αυτα ηταν γνωστα στην οικογενεια του που το μονο που ηθελε ηταν να φερει τον γιο στον “ισιο δρομο”.  Ετσι λοιπον το προξενιο με την Λιανα που η οικογενεια της δεν γνωριζε τιποτα ηταν ο απο μηχανης θεος.  Καποιος που τον ειπανε καλοθελητη, προσπαθησε να μιλησει στην κυρια Νιοβη και στον κυριο Ευαγγελο με τροπο.  Να τους πει να μη δωσουν το κοριτσακι τους στον φερελπιδα νεο.  Η Λιανα δεν ηθελε να παντρευτει, ουτε και ο νεος,  μια χαρα τα περναγε στην πιατσα. Η κυρια Νιοβη με μισο χαμογελο, σημα κατατεθεν και πιστευοντας οτι ολοι την φθονουν για την τυχη της, ετοιμαζε τουαλεττες και μπομπονιερες και πηγαινε καθε μερα στο κωμωτηριο.

Η Λιανα ηταν μια νυφη κουκλα.  Η μητερα της νυφης “εικονισμα”, ο πατερας φουσκωμενος σαν διανος.  Η δεξιωση μεσα στη χλιδη και ο κυριος Ευαγγελος με τα αγορια δε μυριζαν τυρια.

Εκεινο το βραδυ ο γαμπρος εφερε στο σπιτι του ενα “φιλο” και μαζι εβιασαν την Λιανα με τα χερια.

Ετσι αρχισε ο εγγαμος βιος μιας κοπελας που αγαπουσα παρα πολυ.  Η Λιανα πηρε τηλεφωνο τον πατερα της και παρακαλεσε να πανε να την παρουν.  Ο κυριος Ευαγγελος απαντησε “ποτε δε θα περασεις το κατωφλι μου ζωντοχηρα”, και το “εικονισμα” σιγονταρησε.  Οι ημερες περνουσαν με τη Λιανα να απελπιζεται και να φτασει σε προθυρα αυτοκτονιας.  Πηρε τη γιαγια Ελενη τηλεφωνο σαν τελευταια ελπιδα.  Η γιαγια παραμερισε το γιο της και την νυφη της και πηγε και πηρε την Λιανα και την εφερε σπιτι.  Τι ντροπη!

Η κυρια Νιοβη εκλεισε το σπιτι και δεν ηθελε να δει ανθρωπο. Ελεγε οτι ο γαμος παει καλα και ειχαν μια ψιλοδιαφωνια.  Η Λιανα μαζεψε τα κομματια της και εκανε αιτηση διαζυγιου.  Τι ντροπη!  Ξεφυγε απο τις εμμονες της μητερας της και πηγε και σπουδασε σχεδιο.  Η Λιανα γνωρισε σε δυο χρονια ενα εξαιρετικο ανθρωπο.  Γιατρο και ανθρωπο που την αγγαλιασε με ολη την αγαπη που δεν ειχε δει ως τοτε παρα μονο απο την γιαγια.  Η Λιανα ετοιμασε τον δευτερο γαμο της μονη της.  Και το “εικονισμα” με το ιδιο χτενισμα,  το ιδιο μισο χαμογελο διαλεγε παλι τουαλεττες.

Υ.Γ. Η κυρια Νιοβη, ο κυριος Ευαγγελος και η γιαγια Ελενη δεν υπαρχουν πια. Η Λιανα εζησε μια ζωη τρισευτυχισμενη και εκανε δικα της παιδια. Και γελουσε παντα δυνατα. Και τα λακκακια εγιναν ρυτιδες, αλλα ηταν τοσο ομορφα…. γεματα μελι!

Υ.Γ.2 Τα ονόματα δεν είναι πραγματικά. Η ιστορία πέρα για πέρα αληθινη

το όνειρο

Ειμαι σε ενα παλιο διορωφο ομορφο σπιτι που εχει δυο τεραστιους φοινικες στην αυλη.
Πατησιων τρακοσια δεκα οχτω. Το εξοχικο της προγιαγιας Ανδρονικης.
Ανεβαινουμε μια μαρμαρινη σκαλα που εχει κιτρινισει απο τα χρονια .
Η πορτα στενη.
Μπαινουμε σε ενα σκοτεινο αλλα φαρδυ διαδρομο.
Πρωτη πορτα αριστερα η κουζινα και δεξια το σαλονι. Λιγο μετα την πορτα της κουζινας αριστερα ενας διθεσιος σκαλιστος καναπες. Νομιζω τον φερανε απο τη Μυτιληνη. Εχει μεγαλα τετραγωνα μαξιλαρια με κλαρες και φυτιλακι γυρω γυρω. Φιαγμενα σε ταπετσιερη.
Απεναντι και στο βαθος του διαδρομου ειναι μια αποθηκη που την λεμε μπαλαουρο. κει δεν παω, δε μ’ αρεσει. Το μπαλαουρο εχει μια βαρεια κοκκινη κουρτινα μπροστα. Καθομαι στο καναπεδακι. Παντα καθομαι στο ιδιο καναπεδακι. Η πορτα της εισοδου ειναι ανοιχτη. Εκει στεκεται μια γυναικεια φιγουρα ντυμενη στα μαυρα. Ψηλη σχεδον δωρικη μορφη με καλυμμενο το κεφαλι.
Την ξερω. Ειναι η Φλωρεντια η αδερφη του θειου Αντωνη απο τη Λακωνια. Ολοι τη λενε Φλορανς αλλα το κανονικο της ειναι Φλωρεντια κι αυτο της ταιριαζει περισσοτερο. Η Φλωρεντια στεκεται ορθια στην πορτα και οπως ειναι ετσι ψηλη φτανει σχεδον απανω. Κι οπως μπαινει ο ηλιος απο πισω της κανει τη φιγουρα της πιο σκοτεινη. Δε χαμογελαει. Δε χαμογελουσε ποτε η Φλωρεντια ηταν παντα αυστηρη, δωρικη στη μορφη δωρικη στους τροπους.
Στεκεται στην πορτα και δεν μπαινει μεσα. Μονο με ρωταει αν ημουνα καλο παιδι.
Και της λεω ναι.
Δεν την φοβαμαι την Φλωρεντια. Πιο πολυ φοβαμαι το μπαλαουρο. Αλλα θελω πολυ να φυγει απο την πορτα.
Γιατι ερχεται η Φλωρεντια στον υπνο μου και μου κρυβει τον ηλιο;
Γιατι;


Το σκηνικο ειναι αληθινο. Ηταν.. αληθινο μαλλον, τωρα ειναι μακεττα μνημης και φοντο σε ενα ονειρο που βλεπω συχνα. Την τελευταια φορα που ημουν σ’ αυτο το σπιτι ημουν 4 χρονων. Εχω στιγμες στο μυαλο μου, η εχω φιαξει στιγμες απο ασπρομαυρες φωτογραφιες; Ρωτησα πολλες φορες τη μαμα αν η Φλωρεντια ερχοταν να μας δει και δε θυμαται. Η Φλωρεντια δεν υπαρχει πια. Ο καναπες ξεχαρβαλωσε και φιαξαμε την πλατη διακοσμητικο. Το μπαλαουρο το πηρε ο εκσκαφεας. Οι φοινικες στολιζουν παλιες φωτογραφιες. Μονο η σιλουεττα της εκει στην πορτα εμεινε, και η ιδια ερωτηση: Ησουνα καλο παιδι?

Μουτη μου σε λεπω


Γεννηθηκε στην Σμυρνη το 1888. Ηταν ο μεγαλυτερος απο τα τρια αγορια της Δαφνης και του Ιωαννη Δρακουλη. Μεγαλωσε στην περιοχη της Αγιας Φωτεινης και σπουδασε στην Ευαγγελικη σχολη της Σμυρνης. Δεν μιλουσε ποτε για τα παιδικα του χρονια. Ποτε δεν καταλαβα γιατι, ηταν κοινωνικωτατος και μιλουσε για πολλα αλλα πραγματα.

Το 1900, ηρθε στην Αθηνα με εναν απο  τους μικροτερους αδελφους του, τον Μεντορα.  Ο αλλος του αδελφος ο Ριχαρδος εφυγε για την Ρουμανια και δεν τον ξαναειδαν ποτε πια. Ασχοληθηκε με το εμποριο ζαχαρωδων προιοντων και ανοιξε μαζι με καποιον αλλο συνεταιρο ,  ενα εργοστασιο στον Πειραια.

Γνωρισε και παντρευτηκε την Δεσποινα Παυλιδου. δωδεκα χρονια μικροτερη του.  Μια ωραια Αθηναια δεσποσυνη που γεννηθηκε στην Πλακα και πηγαινε στην σχολη Χιλλ.  Μαζι εκαναν πεντε παιδια,  δυο αγορια και τρια κοριτσια. Μετακομισαν απο την Δεξαμενη στα Πατησια στην ασπρη βιλλα ακριβως απεναντι απο την κοκκινη του Κλωναριδη – ιδιοκτησια του Εμμανουηλ Παυλιδη-.

Μετα ηρθαν οι δυσκολιες.   Καποιο καραβι που μετεφερε μια μεγαλη παραγγελια ζαχαρης βουλιαξε και ετσι χαθηκαν ολα.  Δεν το εβαλε κατω.  Αρχισε απο την αρχη.  Ανοιξε  μια βιομηχανια φλαντζων και  ειχε πολλους πελατες.  Μετα ηρθε ο πολεμος και η κατοχη.  Η Δεσποινα δεν αντεξε την οικονομικη καταστροφη και πεθανε στα 48 της χρονια με το μαραζι πως θα παντρεψει τρεις κορες χωρις προικα.

Κανενας ομως δεν χαθηκε,  μονο η Δεσποινα.  Τα παιδια μεγαλωσαν, σπουδασαν και καλοπαντρευτηκαν.  Εκεινος,  την ειχε αγαπησει πολυ και για χρονια φοραγε το μαυρο περιβραχιονιο και παντα μαυρη γραβατα.

Αργοτερα ηρθα εγω στη ζωη.   Παιδι της δευτερης κορης του της Δαφνης, σε αυτο το ιδιο σπιτι στα Πατησια.  Μου εδωσαν το ονομα της γιαγιας της Δεσποινας, και ημουν  η αγαπημενη του εγγονη.  Ζησαμε μαζι δεκατεσσερα χρονια.  Αυτα τα δεκατεσσερα χρονια, ηταν απο  τα πιο ομορφα χρονια της ζωης μου.  Το παιδι και τα ματια σου Δαφνη, της ελεγε  Μολις εμαθα να περπαταω, με επαιρνε μαζι του παντου. Ντυνοταν κομψα, παντα με την μαυρη γραβατα και μοσχοβολουσε κολωνια.  Την ανοιξη φορουσε κι ενα μενεξε στο πετο του σακκακιου.  Δεν τον ειχα δει ουτε μια φορα να βγαινει απο το δωματιο του ατημελητος.

Πηγαιναμε στα τσαγια του φιλανθρωπικου συλλογου στην Νεα Φιλαδελφεια, για παγωτο στου Κανακη, στο θεατρο, στο Σινεακ,  για ψωνια για περιπατους.  Εκεινος με πηγε στα μπαλεττα Μπολσοϊ οταν ηρθαν στην Αθηνα και μαγευτηκα. Ηταν ομορφος, γελαστος με καταγαλανα ματια,  και με φωναζε “μπουλου”  .   Αγορασε ενα σωρο ξυλινες παιδικες κρεμαστρες για τα ρουχαλακια μου, και εγραψε απανω με καλλιγραφια, το ονομα μου σε διαφορες παραλλαγες. Μπουλου, μπουληθρα, μπουληθρονα, μπουλσοσονα ..

Τα Σαββατα αγοραζε ενα παιδικο βιβλιο, που το διαβαζε πρωτα, και τις Κυριακες τα πρωϊνα πηγαινα κοντα του και μου ελεγε την ιστορια, χωρις το βιβλιο.  Οταν πηγα στο σχολειο,  ηταν εκεινος που μου αγοραζε  κασσετινα και τσαντα.  Πηγαιναμε στο βιβλιοπωλειο του Πετρου Πατσιλινακου -Πανεπιστημιου διπλα στο Αρσακειο Μεγαρο  κι εκει ψωνιζαμε.   Μετα πηγαιναμε για ρυζογαλο σε μια στενη στοα στην Ομονοια.

Καθε μερα μου εδινε ενα σνακ για το σχολειο.  Συνηθως ηταν σοκολατα γκοφρεττα, αλλοτε οταν εβρισκε κατι καινουργιο στην αγορα το εφερνε κι αυτο,  σοκολατα μπιτερ, κροκαν,  με γεμιση φραουλας, και παντα μου ελεγε, η σοκολατα κανει καλο, αλλα μη τρως ποτε καραμελλες αστακου.  Εκεινος ηξερε τι παλιοζαχαρες ειχαν.  Απο τις γκοφρεττες μαζευα τα χαρτακια,  σημαιες, ηρωες του ’21 και παραδοσιακες στολες.  Μαζι αρχισαμε να φιαχνουμε αλμπουμ.  Μια σημαια μας ελειπε και ειχαμε τρελλαθει να την βρουμε.  Πηγε και αγορασε ολοκληρο το κουτι χονδρικη στην αγορα. Σαν μικρο παιδι κι εκεινος μαζι μου ανοιγε τις γκοφρεττες μηπως και βρουμε την σημαια.  Δεν την βρηκαμε.  Αλλαξαμε σοκολατα!

Οταν μετακομισαμε απο την οδο  Πατησιων στην οδο Ροσταν,  διατηρησε την επιχειρηση του επι της Πατησιων.  Κατεβαινα με την σακκα μου το πρωι, περνουσα απο το γραφειο του κι εκεινος στη συνεχεια με περνουσε τον δρομο απεναντι και περιμεναμε μαζι το πουλμαν του Αρσακειου.  Μου αρεσε το γραφειο του .  Ειχε δερματινο χαρτοφυλακα επανω, μελανοδοχειο, ωραια χαρτια, εγραφε με πενα και διπλα ειχε και στυποχαρτο.  Μου αρεσε η μυρωδια του φελλου και του αμιαντου.  Μου αρεσαν τα μηχανηματα που εκοβαν τις φλαντζες.  Ιδιαιτερη αδυναμα ειχα σε μικρες ροδελλες που τις εβαζα στο ματι και τον κοιτουσα απο την τρυπα.

Μουτη μου σε λεπω – δωστη μου να σε βλεπω.

Απο τοτε που ηρθε απο την Σμυρνη το 1918, δεν ειχε ξαναμπει σε καραβι.  Μπηκε ακομα μια φορα για χατηρι μου, να με δει στην Αλλονησο που παραθερισαμε τρεις μηνες ενα καλοκαιρι.

Διαβαζε πολυ,  επαιρνε συνδρομητικα περιοδικα απο την Ελληνικη κοινοτητα της Σμυρνης – τα χρονικα του Μπουτζα –  εφερνε καθε μερα δυο εφημεριδες,  και το περιοδικο Εικονες. Μετα ηρθε η εποχη που ηταν μοδα οι εγκυκλοπαιδειες σε τευχη και μου αγοραζε την “Δομη” και την μαγειρικη της Χρυσας Παραδειση.   Διαβαζε λογοτεχνια και παρακολουθουσε καθε μερα τις ειδησεις.  Πηγαινε σε εκθεσεις και κουβαλουσε παντα κατι καινουργιο για  διαβασμα.  Κρατησα με αγαπη τα σχολικα του βιβλια απο την Ευαγγελικη σχολη που προφανως ταξιδεψαν απο εκει μαζι του και αρκετα λογοτεχνικα βιβλια.  Τα απαντα του Σουρη, του Ξενοπουλου, τον Λουκη Λαρα, την Αιολικη γη του Βενεζη και πολλα ακομα. Μου αρεσε να σκαλιζω την βιβλιοθηκη που ειχε στο δωματιο του.  Εκεινος μου εκανε δωρο το πρωτο μου πικ-απ και τους πρωτους δισκους σαρανταπεντε στροφων.  Λουις Αρμστρονγκ και Ντορις Ντεη.  Θεοφραστο Σακελλαριδη και Αττικ.  Μετα απο μακροσκελη συζητηση εμαθε για τους Μπητλς και τους Ρολινγκ Στοουνς και ηρθαμε πιο κοντα ..μουσικα.

Καθε Σεπτεμβρη ανεβαινε στην εκθεση της Θεσσαλονικης για τις δουλειες του.  Ηθελα να παω μαζι του μια φορα αλλα δεν προλαβα.

Ηταν ο πιο πραος ανθρωπος του κοσμου.  Δεν τον ακουσα ποτε να φωναζει, να οργιζεται, να θυμωνει. Εκτος απο μια. Πλησιαζα στο γραφειο του ενα πρωι πριν παω στη σταση του σχολικου, οταν καποιος στο πεζοδρομιο αρχισε να ασχημονει και να μου επιτιθεται. Εβαλα τις φωνες κι εκεινος μολις με ακουσε πεταχτηκε εξω και ποιος ειδε τον Θεο και δεν τον φοβηθηκε.  Ηταν ηδη περασμενα εβδομηντα.

Ολα αυτα τα χρονια δεν εμεινε ουτε μια μερα στο σπιτι.  Τις καθημερινες πηγαινε στο εργαστηριο η για δουλειες κατω στην Αθηνα, και τα Σαββατοκυρικα ειχε του κοσμου τις κοινωνικες υποχρεωσεις.  Στα τραπεζια που τον εκαναν πελατες του,  επαιρνε κι εμενα μαζι του. ” Θα φερω και την Μπουλου”.  Οταν καποιος πελατης του ζητησε να βαφτισει την κορη του,  εκεινος του ειπε: ” Εγω ειμαι  πολυ μεγαλος τωρα θα το βαφτισει η Μπουλου”.  Ετσι εγινα νονα στα οχτω μου χρονια σε μια Σμαραγδα που δεν ξαναειδα ποτε. Δεν πηγε ουτε μια φορα σε καφενειο να πιει καφε η κατι αλλο.  Δεν τον ειδα ουτε μια φορα να καθεται.  Το πρωτο καρδιακο επεισοδειο ηρθε καθ’ οδον προς τη δουλεια του ενα πρωι του Μαρτη.  Εζησε λιγες ημερες ακομα.

Δυο ημερες πριν τον χασουμε για παντα με φωναξε κοντα του και μου μιλουσε για την πολιτικη κατασταση της Ελλαδας, τι πρεπει να προσεξω οταν θα μεγαλωνα. Σαν να μιλουσε σε καποιο φιλο του. Αφηνε την παρακαταθηκη των αποψεων του -που ακομα και σημερα σεβομαι και εκτιμω – στην αγαπημενη του Μπουλου.

Την ημερα του θανατου του  μας πηγαν ολα τα παιδια στο σπιτι του μεγαλου του γιου.  Σαν παιδια αρχισαμε να παιζουμε και να γελαμε οταν ο θειος μας ανακοινωσε οτι εκεινος πεθανε.  Παγωσαμε, κανενα απο μας δεν ηθελε να το πιστεψει.  Θυμηθηκαμε εκεινα τα τραπεζια που μας εκανε ολα τα εγγονια του τα καλοκαιρια στην ταβερνα “Κληματαρια” στην Κυπριαδου.  Βγαζαμε και φωτογραφιες. Απο κατω γραφαμε και λεζαντες. ” Λοχος μικτος υποβαλλει τα σεβη του!”.  Στο κεφαλι του τραπεζιου καθοταν επιβλητικα παντα εκεινος. Γελαστος με τα γαλανα του ματια να μας καμαρωνει.

Ηταν ο μοναδικος και αγαπημενος  παπους μου ο Ροδολφος.

Οδός Πατησίων (μέρος πρώτο)

Και τα λουλουδια της γιορτης, δε τοβαλες στο νου σου,πως ταστειλε για σενανε,μοναχα ο παππους σου”

Το γραμμα ηταν καρφιτσωμενο στην ανθοδεσμη που παραδοθηκε Πατησιων 318. Μια αγκαλια τριανταφυλλα ολα ροζ για ενα μικρο κοριτσακι.

Στα λουλουδαδικα του Προμπονα, πισω απο την Γεφυρα στο τερμα της οδου Πατησιων ηταν πρωϊ πρωϊ στις 2 Ιουνιου ο παππους.

Οταν ενας δρομος που σημαδευει την ζωη σου ρημαζει και καιγεται, ειναι η ωρα που θυμασαι πως ηταν και πως εγινε. Ακουγεται λιγο μελο, ομως ο καθενας μας εχει μια παρακαταθηκη που ειναι αρρηκτα συνδεδεμενη με το συναισθημα.  Αφορμη για αυτη την αναρτηση, και για τις αλλες που θα ακολουθησουν ειναι η ειδηση της πυρκαγιας που ξεσπασε στο Ακροπολ Παλλας χθες.  Ενα ακομα πληγμα στην πολη και στον δρομο μου. Στο δρομο που αρχισε η δικη μου ιστορια. Στο δρομο που δε θα ξαναγινει ποτε οπως ηταν.

Τερμα Πατησιων.  Μετα την γεφυρα, αλλος κοσμος εκει, παει για Παμμακαριστο,  Λεοντειο Λυκειο και Ποδονιφτη. Στα παιδικα μου ματια οταν περναγες τη γεφυρα ηταν σα να βρισκοσουν σε αλλη πολη.  Η δικη μου τελειωνε στη γεφυρα. Η παλια Αλυσιδα.  Η Αγια Βαρβαρα, βυζαντινη εκκλησια μετα τρουλλου και χτισμενη με πετρα πελεκητη, ηταν το τερμα. Χρονια στα σκαλια της Αγιας Βαρβαρας, ενα μαυρο κουβαρακι, μια γυναικα στα μαυρα ζητιανευε, με λιακαδα και με βροχη.  Αρηνουλα μου ειχε πει το ονομα της οταν επεμεινα στη μαμα να την ρωτησουμε. Αρηνουλα, γωνια Πατησιων και Αγιας Λαυρας.

Στην ιδια γωνια ενα θερινο σινεμα απο αυτα που επαιζαν σε επαναληψη τα χειμωνιατικα. Η Καμελια, που φυσικα δεν υπαρχει πια.  Στο ισογειο του κτιριου που χτιστηκε εκει, ενα υποκαταστημα της Εθνικης Τραπεζας, εχει κοσμο ουρα απ’ εξω.  Απο τα πρωτα που εγκατεστησαν πορτα ασφαλειας.  2011, ο κοσμος μεχρι να ερθει η σειρα του βρισκει απο το τιποτα λογους να τσακωθει με τον μπροστινο, να γρινιαξει, να διαολοστειλει.

Στεκομαι και κοιτω απεναντι.  Στις αρχες της δεκαετιας του ’60 χτιστηκε εκει το οικοδομικο συγκροτημα “Χαρα”.  Ενα μοντερνο συγκροτημα πολυκατοικιων απο τα πρωτα της μοντερνας αστικης Αθηνας.  Ποσο διαφορετικο απο τις κλασσικες πολυκατοικιες των προηγουμενων δεκαετιων! Με παρκα, με εξωτερικες σκαλες με κοινοχρηστους χωρους. Στη Χαρα εμενε η Σουζανα. Ετσι την επισκεφτηκα. Στα μικρα μου ματια οι σκαλες απο μπετον φαινοντουσαν φτηνιαρικες. Το μονο που ειχα για μετρο συγκρισης ηταν οι μαρμαρινες σκαλες των νεοκλασσικων της Κυπριαδου. Σημερα μετα απο τοσα χρονια και παραστασεις, πιστευω οτι ηταν μια σωστη κινηση για ενα μοντερνο και λειτουργικο συγκροτημα κατοικιων.  Το σπιτι της Σουζανας ηταν πολυ μοντερνο. Ειχε καλαμια στην εισοδο και γκριζους τοιχους.  Σαν να εμπαινες στο διαμερισμα του Λαμπρου Κωνστανταρα και της Μαιρης Αρωνη, σε ελληνικη ταινια.   Η μαμα ελεγε οτι μοιαζει με εργατικες πολυκατοικιες, και βεβαια η μαμα το ελεγε υποτιμητικα, αλλα η μαμα δεν ειχε ασχοληθει ποτε με την εξελιξη της αρχιτεκτονικης η της πολης.  Στο ισογειο της Χαρας ανοιξε ενα πολυ διαφορετικο ζαχαροπλαστειο.  Το λεγανε (αν δε με απατα η μνημη)  Fujiyama κι εφιαχνε καταπληκτικες τουρτες.

Αργοτερα το εκπληκτικο παγωτο του Κανακη της Νεας Φιλαδελφειας φτανει στο τερμα Πατησιων απο δυο αδελφια παραγιους του που ανοιγουν το καινουργιο ζαχαροπλαστειο ” ΧΑΡΑ “.  Μεχρι και ο παππους που δεν αλλαζε τον Κανακη με τιποτα,  μας κερναγε παρωτο στη ΧΑΡΑ πια.   Ο στενος διαδρομος στο παγωτατζιδικο μοσχοβολα σαλεπι.

Στην διπλανη πολυκατοικια στον ημιοροφο με την τεραστια τζαμαρια, η μαντεμουαζελ Ντενιζ παραδιδει μαθηματα μπαλλετου. Ταραταμ ταταμ ταραταμ ταταμ μια κυρια με μαλλι λαχανο κοπαναει τα πληκτρα ενω η μαντεμουαζελ Νενιζ αναφωνει ” μπατμον καθε τρια!”. Θελω να χορευω μονο κοντα στην τζαμαρια για να με βλεπουν οι περαστικοι.  Μα τι Ουλανοβα ειμαι εγω με τα μπαλαρινικα μου αν δε κανω παρασταση. ” Πειτε στο Δεσποινακι οτι ο χορος γινεται μπροστα στον καθρεφτη, οχι στο παραθυρο! ”  Ολοι τους πια ξερουν καλυτερα απο μενα!

Ανεβαινω στο τρολλεϋ 3 Πατησια Αμπελοκηποι.  Προορισμος πλατεια Κανιγγος, μιαμισυ δραχμη.

Αφηνουμε αριστερα την βιλα Δρακοπουλου. Στα παιδικα μου ματια ενα μυστηριο πισω απο ενα μαντροτοιχο. Ενα στοιχειωμενο σπιτι, ενας κηπος γεματος ξερα χορτα. Μαθαινω οτι πριν λιγα χρονια ξεσπασε εκει μια πυρκαγια.  Φτανουμε στη διασταυρωση Πατησιων και Σαρανταπορου.  Δεξια κατω ειναι το εικοστο τεταρτο δημοτικο σχολειο.  Απο παντα! Εκει πηγαινε η μικρη δεσποινις Δαφνη Δρακουλη συνοδευομενη απο τον Ντικ τον πρωτο, μετα τον Ντικ τον δευτερο, μεχρι που καποιοι  γειτονες ερριξαν φολες και παει ο δευτερος της δυναστειας.  Εκει πηγαινε και η Τινα. Που ηταν μινιον και ομορφουλα και της εδωσαν μια ανθοδεσμη να δωσει στον Παττακο. Κι ο Παττακος την χαιρετησε κι εκεινη δεν ηθελε μετα να πλυνει τα χερια της και την καναμε περα σα να ηταν  μιασμα.

 Δεξια κατω ειναι και το Σπορτινγκ που γινοταν της τρελλης τις Κυριακες.

Γωνια Λασκαρατου και Πατησιων, ενα εγκαταλελειμμενο νεοκλασσικο με σαρακοφαγωμενα πατζουρια. Πανεμορφο σπιτι παντα μονο κι ερημο παραδομενο στο χρονο. Διπλα ηταν μια αποθηκη με σανα που αργοτερα εγινε σουπερμαρκετ Βασιλοπουλος. Ξαφνικα ξεφυτρωσαν εκατονταδες σουπερμαρκετ απο το πουθενα.

Σταση Σωτηριαδου.  Δεξια κατω στην Ιακωβιδου γινοταν καποτε η λαϊκη.  Και μολις εστριβες αριστερα στην οδο Τσιλλερ ηταν το σπιτι της θειας Νικης πριν μετακομισει στην Κηφησια.  Πολυ ωραιο νεοκλασσικο επισης με περιπλοκα καγγελα και μεγαλο κηπο. Εδω ερχομουν τις Πεμπτες για να κανω μαζι με τον Αποστολη μαθημα αγγλικων με τον κυριο Ροζεμπους. Που ηταν εβδομηντα και.. και ηθελε και ουισκυ την ωρα του χαου ντου γιου ντου. Και αλμυρα αμυγδαλα.

Σταση Σωτηριαδου. Εδω κατεβαινα για να περιμενω το τρολλεϋ που θα με πηγαινε Κανιγγος και μετα με τα ποδια Χαριλαου Τρικουπη στο σχολειο μου. Εδω ολο και καποια συμμαθητρια θα εβρισκα να παμε μαζι. Συνηθως ηταν η Ελεν Δημητρίου και η Ιωαννα Βεργωτη. Στη διαδρομη μπορει να εμπαινε και η Ολγα Καλουμένου. Τα πρωϊνα τρολεϋ νουμερο 3 γεμιζαν με τα κοριτσια που πηγαιναν στις Καλογριες. Σταση Σωτηριαδου. Μιαμιση δραχμη για τα ναυλα, μιαμιση δραχμη για κουλουρι με τυρι!

Απεναντι ο φουρνος του Μαρτινη απο την Ηπειρο. Πατησιων και Ζαμπελιου.  Σταση τραμ, σταση τρολλευ, σταση για φρεσκο ψωμι.

…. η επομενη σταση, Κλωναριδου ..

Οδός Πατησίων (μέρος δεύτερο)

Angela,  γωνια Πατησιων και Ροσταν. Ο συνδιασμος χειμερινου και θερινου σινεμα. Μικρη μα συμπαθητικη αιθουσα με καθισματα απο κοκκινο βελουδο.  Τα καλοκαιρια ολοι στην ταρατσα.  Υπαρχουν στιγμες απο τα μικρα μας χρονια που ειναι ανεξιτηλα χαραγμενες στο μυαλο για καποιο λογο.  Πιθανοτατα γιατι καποια εμπειρια η εικονα τις σημαδεψε.  Με θυμαμαι στην θερινη αιθουσα να βλεπω το εργο “Ενας ανδρας και μια γυναικα”, με την Ανουκ Αιμε και τον Ζαν Λουϊ Τρεντινιαν.  Τι εργαρα, τι μουσικη τι αγαπη!  Μοντερνο αρχιτεκτονημα για την εποχη του το σινεμα Αντζελα. Πριν κτισθει εκει. υπηρχε ενα διοροφο σπιτι οπου στο ισογειο ηταν το γαλακτοπωλειο του Μινεττα και ηταν ιδιοκτησια του Λευτερη του Μουζακη, ιδρυτη της βιομηχανιας κλωστων “πεταλουδα”.

Δεξια η ερημη κοκκινη βιλα Κλωναριδη. Σαν παιδι θυμαμαι την δεσποινιδα Κλωναριδη με τα δυο σκυλια της. Hδη ηταν προχωρημενης ηλικιας.

Σταση Κλωναριδου. Κατεβαινω απο το τρολλεϋ για λιγο. Εδω ειναι η δικη μου σταση. Ακριβως μπροστα απο το παλιο εργοστασιο ζυθοποιιας Φιξ. Απεναντι απο το εργοστασιο ενα διοροφο λευκο σπιτι γνωστο σαν “λευκη βιλα Κλωναριδη”. Αρχικα ιδιοκτησια Κλωναριδη αγοραστηκε απο τον Εμμανουηλ Παυλιδη καπου αναμεσα στο 1900 και 1915 για να χρησιμοποιηθει σαν θερινη κατοικια. Τοτε τα Πατησια ηταν απο τις ωραιοτερες εξοχες της Αθηνας. Το 1917 οταν η δεσποινις Δεσποινα Παυλιδου (γιαγια του δεσποιναριου) παντρευτηκε τον κυριο Ροδολφο Δρακουλη (παππου του δεσποιναριου), το σπιτι αυτο εγινε μονιμη κατοικια της νεας οικογενειας. Σ’αυτο το σπιτι γεννηθηκε και η δεσποινις Δαφνη Δρακουλη (μαμα του δεσποιναριου). Σ’αυτο το σπιτι εφυγε η κυρια Δεσποινα Δρακουλη σε πολυ νεαρη ηλικια 48 ετων. Σ’αυτο το σπιτι ηρθε αργοτερα μωρο το δεσποιναριον και περασε τα πεντε πρωτα χρονια της ζωης του.

Μνημες απο το “παλιο παλιο το σπιτι” -ετσι συνηθιζα να το λεω παντα-εχω σε μορφη στατικων εικονων. Ψηλα καγκελλα χωριζαν τον κηπο απο την οδο Πατησιων.  Δυο ημικυκλιες μαρμαρινες σκαλες οδηγουσαν στο κεφαλοσκαλο του οροφου. Δυο τεραστιοι φοινικες στολιζαν τον κηπο. Δροσερα μπουζια φυτρωναν γυρω γυρω απο τους φοινικες.

Σταση Κλωναριδου.  Την δεκαετια του ’60 στη θεση της “λευκης βιλας” χτιζεται ο μεγαλυτερος μεχρι τοτε κινηματογραφος της Αθηνας. Το ονομα αυτου Πιγκαλ και η χωρητικοτητα 1800 θεσεις. Απο τις πρωτες κλιματιζομενες αιθουσες.  Αργοτερα στεγαστηκε εκει μια αγορα ηλεκτρικων ειδων.  Ηδη ομως το δεσποιναριον ειχε μεταφερθει λιγο πιο βορεια στην περιοχη Κυπριαδου.

Σταση Κλωναριδου.  Εκει σταματα και το σχολικο του Αρσακειου του Ψυχικου που μεταφερει το δεσποιναριον για τρια χρονια στο πρωτο του σχολειο.

Γωνια Πατησιων και Γαλατσιου.  Στον ιδιο χωρο που σημερα λειτουργει ενα Starbucks,  το γαλακτοπωλειο του Νωντα και του Θεμιστοκλη.  Τρικυκλη μοτοσυκλεττα και ο Νωντας μοιραζε γαλα φορωντας ενα χοντρο πετσινο που τον προστατευε απο τη χειμωνιατηκη υγρασια. Ο Νωντας και ο Θεμιστοκλης πιο παλια ηταν τα “γαλατακια” συνομηλικοι της δεσποινιδας Δαφνης και παρεα στα παιχνιδια της γειτονιας.  Νομισματα στις ραγιες του τραμ, γινοτουσαν κοπιδια, και τα κοπιδια εκοβαν χαρτονινες φιγουρες του Καραγκιοζη, και το θεατρο σκιων επαιρνε σαρκα και οστα στην  Πατησιων 318.

Εκει εφτασε το λαντω με την μικρη Τινα στα τεσσερα μου χρονια. Με ενα μωρο λεπτουλικο κι ενα σωρο πακεττα δωρα για το δεσποιναριον. Δεν την εφερε ο πελαργος, ηρθε με λαντω!  Τα δωρα σαν καλοπιασμα που θαπρεπε τωρα να μοιραζομαι αγαπες, παιχνιδια και αγκαλιες.

Πατησιων 316,  η μαντρα του κ. Μιχα με οικοδομικα υλικα. Λοφοι τα τσαϊλια και ο ασβεστης.  Τα λευκα γοβακια του δεσποιναριου με peep toe και φιογκακι μπαζουν οταν ανεβαινει στο λοφο με τον ασβεστη και βουλιαζει μεσα.  Κλαμα, ηταν τα πρωτα γοβακια. Εσυ παιδι μου δε θα παψεις ποτε να εισαι αγοροκοριτσο.  Με αλογα γινοταν καποτε οι μεταφορες.  Ινιοχος ο Ταξιαρχης που δε μου αρεσε το ονομα του και τον ελεγα Ζαχαρια.  Φημες ελεγαν οτι καποτε αφηνιασε το αλογο του Ταξιαρχη στον Αγιο Λουκα και επαθε ο κοσμος τραμπακουλο.

Σταση Κλωναριδου. Με παιρνει η αναμνηση και με σηκωνει. Καιρος να ξαναμπω στο τρολλεϋ. Εχουμε δρομο ακομα. Ενα για πλατεια Κανιγγος παρακαλω.

Οδός Πατησίων (μέρος τρίτο)

Δυο βηματα πισω. Στο πρωτο μερος της σειρας “Ὁδος Πατησιων” ανεφερα το νεοκλασσικο στη διασταυρωση των οδων Πατησιων και Λασκαρατου. Βρηκα μια εξαιρετικη φωτογραφια στο site Panoramio και το φερνω εδω να το δειτε. Χρονια το εβλεπα στη στροφη του τρολλευ.  Δειτε τους περιτεχνους προβολους στα μπαλκονια και τα ωραια καγκελα. Σαν να το φανταζομαι στην εποχη του.  Κατω η κουζινα στο μεσον οι χωροι υποδοχης και στον τελευταιο οροφο τα υπνοδωματια.  Με τους ενοικους και το προσωπικο τους να ειναι παντα απασχολημενοι καθως εναλλασσονται οι τεσσερεις εποχες στα παλια νοικοκυρια.  Στα μπαλκονια του τελευταιου οροφου βλεπουμε ενα μικρο δειγμα ζωης. Ειναι γεματα γλαστρες. Καποιος τα ποτιζει. Καποιος που πηρε το χθες και ισως το εκτιμα κιολας. Ποιος ξερει. Συνηθως τα νεοκλασσικα που καταστρεφονται ειναι περιπτωσεις πληθωρας κληρονομων.

Σταση Αγιος Λουκας

Χανεται μεσα στην γκριζιλα της πολυκατοικιας του ’60 ο ναος του Αγιου Λουκα που χτιστηκε στα μεσα του δεκατου ενατου αιωνα απο τον γερμανο αρχιτεκτονα Τσιλλερ.  Βυζαντινος μετα τρουλλου που πηρε την τελικη του μορφη με κωδωνοστασια και νεα προσοψη λιγο πριν τα μεσα του εικοστου αιωνα.

Τα παιδακια στα σχολεια της περιοχης ειχαν μια χαρα μολις αρχιζε η σχολικη χρονια (τον Οκτωβρη τοτε) ερχοταν η γιορτη του Αγιου Λουκα να θυμισει την ξενοιασια του καλοκαιριου που εσβηνε.  Οι παλιοι θα θυμουνται ενα καστανα που αλλαζε θεση στον προαυλιο χωρο της εκκλησιας αναλογα με την κινηση.

Αγιος Λουκας. Και το ονομα αυτης Δεσποινα.  Εκει βαφτιστηκε το δεσποιναριον, εκει παντρευτηκε η μαμα, η θεια Νικη, η θεια Ρεα, ο θειος Γιαννης και ο θειος Ριχαρδος.  Βυζαντινος μετα τρουλλου και δυο κωδωνοστασια.

Στις αρχες της δεκαετιας του ’70 ειπανε οτι πιασανε κατι ναρκομανεις στο προαυλιο του ναου. Ολοι οι ξερολες ειπανε τοτε οτι φταιει η νεοδμητη παραπλευρα φοιτητικη εστια και το φοιτηταριο. Θου Κυριε φυλακη τω στοματι μου.

Σταση Αγιος Λουκας. Απεναντι απο την εκκλησια σχεδον ανοιγει στα τελη του ’50 ενα καταστημα διακοσμησης που αναλαμβανε και κορνιζωσεις. Με μοντερνα προθηκη δανεζικο στυλ. Ιδιοκτητης ο Εδισον Βηχος που πρωταγωνιστησε σε παλιες Ελληνικες ταινιες . “Ο αγαπητικος της Βοσκοπουλας” και το εργο “Δαφνις και Χλοη” γυριστηκαν στις αρχες της δεκαετιας του ’30 σε παραγωγη του Παναγιωτη Δαδηρα και σκηνοθεσια του Ορεστη Λασκου.  Η μαμα ενθουσιαστηκε με την αφιξη του καλλιτεχνη και θεωρησε καλο να τον υποστηριξει στην αρχη της καινουργιας καριερας ζητωντας του συμβουλες για το νεοδμητο της Κυπριαδου. Η συνεργασια κρατησε για λιγο, και οτι απεμεινε ειναι 4-5 πινακες (καθολου κακοι θα ελεγα). Ομως η μαμα αρνηθηκε να βαλει εξω απο το σπιτι το φαναρι που της προτεινε ο κυριος Εδισον δηλωνοντας οτι δε θα κανει το σπιτι της “μπορντελο”. Βεβαια δε του το ειπε καταμουτρα του ανθρωπου, αλλα το ειπε σε ολους τους αλλους.

Σταση Αγιος Λουκας.

Το κομμωτηριο “Γιαννακης” ηταν ο “Αγγελος” μας στα Πατησια και ακομα καλυτερος. Ο κυριος Γιαννακης και η κυρια Φωφη ειχαν ενα υποδειγματικο κομμωτηριο.  Στην αρχη ηταν αριστερα στην Πατησιων οπως παμε νοτια και μετα μεταφερθηκαν σε καταστημα σε καινουργια πολυκατοικια δεξια. Ο κυριος Γιαννακης ηταν πραγματικος κυριος.  Εκανε μονο το κουρεμα και σε λιγοστες πελατισσες (οπως η μαμα).  Μαυρο παντελονι, αψογο λευκο πουκαμισο. περιποιημενα χερια, ευγενικος και λιγομιλητος. Απαγορευοταν το κουτσομπολιο στυλ κατινε στου Γιαννακη.  Ολες οι κοπελλες χαμογελαστες και περιποιητικες ασχετα ποσο μικρη ηταν η πελατισσα.  Ο κυριος Γιαννακης εκοβε και τα μαλλακια του δεσποιναριου απο νινι που ηταν. Η κυρια Φωφη τροφαντη πανεμορφη γυναικα με το πιο ομορφο ακαζου χρωμα στο μαλλι ηταν υπευθυνη για τις βαφες. Οπου οι βαφες γινονταν σε χωρο εσωτερικο και οχι στο κυριως σαλονι.  Η κυρια Φωφη ηταν αδελφη της μητερας της Ελενας Ναθαναηλ, που ως παιδι την ειχα πετυχει μερικες φορες στο κομμωτηριο.  Ειχε και η κυρια Φωφη μια κορη που ηταν ακομα πιο ομορφη απο την Ελενα.  Η κυρια Φωφη αντεξε ολες μου τις νεανικες και εφηβικες τασεις με το χρωμα των μαλλιων. Θελω μες της ελεγα.  Μα Δεσποινακι μου, εχεις μακρυα μαλλακια, δε θα ειναι σικ. Θα σου προσθετουν χρονια. (Εγω αυτο ηθελα, να με περνανε για εικοσαρα την δεκαεφταρα).  Αν σου κανω μες θα πω στο Γιαννακη να σε κουρεψει σαν την Εφη Μελα.  Οοοχι με τιποτα. Τελικα η πελατισσα εχει δικιο και βγηκα με μες και μακρυ μαλλι σαν εικοσιεφταρα και γουσταρα κι απο πανω. Και μολις αρχισαν να βγαινουν οι ριζες εκανα μια βαφη και ξαναρθα στα καστανα ισα μου.

Στι υπογειο του Γιαννακη ειχαν πεντικιουρ και η ιδια κυρια  εκανε και μανικιουρ. Το πρωτο μου μανικιουρ το εκανα στο Γιαννακη κατω απο ενα σεσουαρ. Δε θυμαμαι το ονομα της κυριας, αλλα το προσωπο της ποτε δε θα το ξεχασω. Ποτε. Γλυκεια ευγενικη με ενα θλιμμενο βλεμμα. Αισθανθηκα ασχημα που μια κυρια πιο μεγαλη απο μενα με φροντιζε ετσι. Γιατι ολοι ελεγαν οτι εργαζοταν για να μεγαλωσει τα παιδια της. Κι ευτυχως ειχε πολυ πελατεια, ομως αυτη η ανισοτητα με ειχε προβληματισει. Γραφοντας θυμηθηκα. Ηταν η κυρια Ρουλα. “Θα σου βαλω ενα απαλο ροζ γιατι εισαι κοριτσακι ακομα”

Το κομμωτηριο του κυριου Γιαννακη εκλεισε οταν πηρε συνταξη. Ο κυριος Γιαννακης και η κυρια Φωφη δεν υπαρχουν πια αλλα εγραψαν ιστορια στη σταση “Αγιος Λουκας” την εποχη που ο δρομος εξελισσοταν σε αστικο κεντρο.

Συνεχιζεται….

Οδός Πατησίων (μέρος τέταρτο)

Σταση Αγιος Λουκας -Κινηματογραφος Σελεκτ.

Δε νομιζω να εχω παει σε κινηματογραφο περισσοτερες φορες απο οτι  εχω παει στο Σελεκτ.  Ηταν το κατ’εξοχην χειμερινο μας σινεμα.  Ηταν το ραντεβου του Σαββατου και παντα 6 με 8 το απογευμα. Εφερνε παντα τις ταινιες του Γιαννη Δαλιανιδη και του Φιλοποιμενος Φινου. Η προθηκη στην εισοδο ηταν κλασσικη. Η Μαρθα Καραγιαννη με ενα ποδι ατελειωτο, η Χλοη Λιασκου τσαχπινιζουσα, η Ρενα Βλαχοπουλου να μας κλεινει το ματι και ο Κωστας Βουτσας τζοβενο.

Θερινό Σινε Ηλεκτρα στάση Αγίου Λουκά.

Καπου εκει στο ιδιο τετραγωνο ανοιξε το πρωτο καταστημα με φρεσκα ζυμαρικα.  Πηγαιναμε και παιρναμε ραβιολια φρεσκα με το κιλο. Η μαμα τα θεωρουσε τρομερες γκουρμεδιες και τα επαιρνε για τα τραπεζια της.

Σταση Πλατεια Κολιατσου.

Δυο πλατειες ειχε κι εχει ολες κι ολες η οδος Πατησιων. Την πλατεια Κολιατσου και την πλατεια Αμερικης (η Αγαμων).  Η πλατεια Κολιατσου ηταν το τερμα του τρολεϋ 12 (Κολιατσου -Παγκρατι).  Το κομματι της οδου Πατησιων απο την Πλατεια Κολιατσου μεχρι και την σταση Αγγελοπουλου ηταν γεματο καταστηματα υποδηματων. Δε νομιζω να υπηρχε φιρμα Ελληνικη που να μην ειχε καταστημα εδω.  Με κορωνιδα το καταστημα της Καλογηρου  στη διασταυρωση Πατησιων και Φωκιωνος Νεγρη. Αλλα σα πολυ να προχωρησα.

Σταση Λυσσιατρειο.

Αφηνουμε αριστερα το παλιο θεατρο “Αννα και Μαρια Καλουτα” οπου οπως μου διηγειται η μαμα πηγαιναν να δουν τα “Καλουτακια”.  Ο κινηματογραφος Ραδιο ΣΙτυ διπλα εφερε στα μεσα της δεκαετιας του ’60 το συστημα προβολης “Σινεραμα” που εδινε την εντυπωση τρισδιαστατης εικονας.  Παρακολουθωντας την ταινια “Τορα Τορα Τορα” το δεσποιναριον αισθανεται οτι ηταν απανω  στο Περλ Χαρμπορ.

Σταση Καλιφρονα.

Εδω κατεβαινουμε για να επισκεφθουμε διαφορους αγαπημενους.  Ο νονος και η νονα  μου πριν μετακομισουν στην Κηφησια, ο νονος και η νονα της Τινας (Μιχαλης και Κικη ) και γωνια Πατησιων και Καλλιφρονα, ο κυριος Κωστας και η κυρια Αργυρω.  Η κυριες Αργυρω και Κικη ηταν στο καρε του κουμ- καν της μαμας.  Καθε Πεμπτη εναλλακτικα καθε μια απο τις κυριες (καργιες κατα δεσποιναριον) 5-10 το βραδυ δεχοταν τις αλλες και ντουμανιαζαν το συμπαν με παρεα τον μπερμπαντη τον μπαλαντερ.

Απο τη σταση Καλιφρονα ως την επομενη, την πλατεια Αμερικης θα παμε με τα ποδια. Οχι τιποτε αλλο αλλα πρεπει να κανουμε μια μεγαλη σταση Πατησιων στο ύψος της οδού Θασου. Εδω περασα μερες και νυχτες ακομα κατα τη διαρκεια της φοιτητικης μου ζωης. Ηταν το σπιτι της αγαπημενης μου συμφοιτητριας και κολλητης Ντανυς, μετεπειτα διπλοκουμπαρας μου αφου με παντρεψε και βαφτισε και τη Δαφνη μου. Γνωριστηκαμε στην οδο Πατησιων, μια μερα μετα απο κατι εργαστηρια εξω απο το Πολυτεχνειο. “Σε ειδα στην αιθουσα, περιμενεις το τρολεϋ ; Ναι κι εσυ; Παμε λιγο με τα ποδια. Και πηγαμε και περπατησαμε μετα χρονια μαζι. Εκεινη τη μερα φτασαμε στο σπίτι της και η μαμα της η κυρια Λωμη μας κερασε μουσταλευρια με νισεστε. Οι τρελλες μας, τα διαβασματα μας, οι αγαπες μας μαζι κι αχωριστες η Ντανυ και η Δεσποινα. Ασχετοι χαρακτηρες, εκεινη να ορμα κι εγω να την συγκρατω, εκεινη να τολμα κι εγω να το σκεφτομαι σαραντα φορες, εγω να διαβαζω δυνατα, κι εκεινη να ακουει και να γραφει καλυτερα απο μενα.

(φωτογραφια που δημοσιευτηκε στην εφημεριδα ΕΘΝΟΣ)

Πλατεια Αμερικης.  Κατεβαινω για να παω στο φροντηστηριο των Αγγλικων μου στου “Χαμπακη” στη Φωκιωνος Νεγρη.  Στην πλατεια Αμερικης ακριβως πισω απο το παρκο της πλατειας μενει η κυρια Μενη και ο κυριος Ρενἐ.  Η κυρια Μενη ηταν αλλη μια κυρια απο την συνομοταξια “καργιες”, ισως η πιο φανταχτερη. Φοραγε ενα κατακοκκινο κραγιον, ηταν κοντη και ψηλωνε με κατι δωδεκαποντα, ειχε ενα εντελως κορακἰ κοντο μαλλι και τα ηθελε ολα δικα της.  Ετσι καποτε χωρισε με τον κυριο Ρενἐ και σταματησε να ερχεται στο καρε.  Την αντικατεστησε μια κοκκινομαλλα που τη λεγανε Βιολεττα κι εμεις τη λεγαμε “Αβιο-ιολεττα” και νευριαζε η μαμα. Και για να ολοκληρωσω το κεφαλαιο “καργιες” εφυγε και η Αβιο-ιολεττα και προεκυψε η κυρια Νικη που ηταν μια χαρα κυρια.  Και εμενε στον Αγιο Λουκα.  Και ηταν και αλλες δυο κυριες, η κυρια Ρενα που με το που εφτανε εδινε παραγγελια, Δεσποινακι χρυσο μου, ενα μετριο.  Και η κυρια Μινια που ερχοταν απ του δαιμονου την ακρη, τους Αμπελοκηπους.  Αυτο δεν ηταν καρε, ηταν ἐνα ματσο Αβιο-ιολες. Θεος σχωρες τις οσες εφυγαν. Κατα βαθος τις αγαπουσα κι ας ντουμανιαζαν το συμπαν παρεα με τον εραστη τον μπαλαντερ.

Οδός Πατησίων (μέρος πέμπτο)

Φτανουμε στο σημειο που η οδος Πατησιων αλλαζει προσωπο. Γινεται φαρδεια με διαχωριστικη νησιδα στη μεση.  Σταση Κεφαλληνιας.  Απο την γεφυρα που ξεκινησαμε, ως εδω ο δρομος ειναι πορωδης ασφαλτος που δεν εχει επιστρωθει απο την δεκαετια του ’50,  ειναι πιο στενος και πιο σκοτεινος. Σ’ αυτο βοηθανε και οι παλιες πολυκατοικιες που κρυβουν τον ηλιο, το καυσαεριο που τις εχει κανει μες τη μουτζουρα, και το γεγονος οτι πολλες εχουν ηδη παψει να συντηρουνται απο την δεκαετια του ’70.

Εδω η Πατησιων αλλαζει προσωπο. Οριογραμμες οι οδοι Αγιου Μελετιου και Φωκιωνος Νεγρη.  Στη βορεια γωνια Πατησιων και Αγ. Μελετιου ηταν ενα παλιο τετραοροφο που δε ξερω αν εχει γκρεμιστει. Εκει εμενε  ο Μιμης ο Πλεσσας που ηταν παιδικος φιλος της μαμας.  Το πιανο στα παιδικα παρτυ.  Η μαμα παντα λατρευε οτι εγραφε ο Μιμης Πλεσσας στην πορεια της καριερας του.

Στη νοτια γωνια χτιστικε προς τα μεσα του ’60 το συγκροτημα Μπροντγουεη με θεατρο (κατοπιν Δανδουλακη) και σινεμα.  Ειχε και μια σκοτεινη στοα με μικρες μπουτικ που με επιανε αγχος απο το σκοταδι και δεν εβλεπα την ωρα να ξαναδω το φως.

Πατησιων και Φωκιωνος Νεγρη η βιτρινα της Καλογηρου παντα με ομορφα κομματια. Την εποχη που ηταν ολα δικης της κατασκευης και δεν ειχε ακομα αρχισει να κανει εισαγωγες Πραντα.  Απεναντι στον ημιοροφο το περιφημο καταστημα με αποκριατικες στολες “Βιβη Τσαγανεα” .   Εκει η μαμα αγοραζε καπελα και περουκες για να συμπληρωνει τις στολες που μας εφιαχνε η ιδια με αγαπη και πολυ μερακι.  Απο τις πιο ομορφες δημιουργιες της, η μαρκησια μου,  η κολομπινα μου και η αμαζονα μου. Η λευκη περουκα, το μαυρο μαστιγιο και το καπελλο μου ηταν απο την κυρια Βιβη Τσαγανεα.

Σταση Κεφαλληνιας, σταση Αγγελοπουλου και σταση ΟΤΕ.

Δεξια και αριστερα μικρα και περιποιημενα καταστηματα με απολυτα αγαπημενα μου, τα παιδικα παπουτσια του Μουγερ και του Σιμι.

Ο κινηματογραφος Αελλω στην σταση Κεφαλληνιας ηταν ενα no no.  Μας ελεγαν να μη παμε εκει γιατι θα μας πιασουν το μπουτι (για να το πω ευγενικα) και λεγοταν οτι κατα τη διαρκεια των προβολων επαιζαν και τσοντες.  Δε ξερω, γιατι δεν πηγα, αλλα το να εισαι σε φισκα τρολευ  Ομονοια – Πατησια δεν ηταν πιο ασφαλες.  Αυτο το ξερω.

Σταση Κεφαλληνιας.  Το δεσποιναριον ερχεται στη ζωη στην κλινικη του γιατρου Χριστοφορακου.  Στην ιδια κλινικη βλεπει το φως του κοσμου και η μικρη Τινα τεσσερα χρονια μετα.

Αφηνουμε αριστερα το “Μικρο Πολυτεχνειο”  σημερα καταστημα νεωτερισμων Μαρκς εντ Σπενσερ αν δε κανω λαθος.  Το Μικρο Πολυτεχνειο ηταν ανωτερα σχολη εργοδηγων και επαιξε σημαντικο ρολο στην εξεγερση του Νοεμβρη 1973.

“ΟΤΕΕΕΣ Αλεξαντραααας” φωναζε ο εισπρακτορας απο το μικροφωνακι στην χαρακτηριστικη του θεση διπλα στην πισω πορτα. Για μας που πηγαινοερχομασταν καθημερινα η πιθανοτητα να συνανταμε τους ιδιους εισπρακτορες στις ιδιες γραμμες ηταν μεγαλη. Ενας μαλιστα θυμαμαι σε διαδρομες και ωρες  που δεν ειχαν πολυ κινηση, εβγαζε ενα κεντημα και κεντουσε σταυροβελονια.

Ανωτατη σχολη Οικονομικων και Εμπορικων Επιστημων (παλιοτερα Ανωτατη Εμπορικη). Εδω διδασκε Αστικο δικαιο ο θειος ο Κωστας Φουρκιώτης. Τον θειο Κωστα τον θεωρουσα σοφο με το παιδικο μου μυαλο. Γιατι ολοι οι μεγαλοι τον ελεγαν αυθεντια και γιατι ειχε εκεινο το ατημελητο μουρτζουφλο υφος, που ομως γινοταν γλυκο οταν του μιλουσα. Ειχε υπομονη ο θειος με το δεσποιναριον και απαντουσε σε ολες τις ερωτησεις του. Τις μαζευε το δεσποιναριον γιατι δεν εμπιστευοταν αλλους σε υπαρξιακα προβληματα οπως γιατι τα Χριστουγεννα δεν ειναι την πρωτη του Γεναρη. Ο θειος Κωστας εμενε λιγο πιο κατω στην οδο Κανιγγος και οι μεγαλοι ελεγαν οτι ειχε κανει ειδικη ενισχυση στα πατωματα του διαμερισματος για να αντεχε το βαρος των βιβλιων του. Ο θειος ειχε τεραστια αγαπη στις θεωρητικες επιστημες και μια ειρωνια για τις θετικες. Οταν του ανακοινωσα σε μια απο τις επισκεψεις μου οτι θα γινω μαθηματικος, μου ειπε οτι το προβλημα του λαγωου και της χελωνας εχει προ πολλου λυθει και οτι καλυτερα να γινω νομικος για να διαπρεψω. Το ιδιο μου ελεγε αργοτερα και η φιλολογος μου η Κομησσα αλλα τους την εσκασα.

Αφηνουμε αριστερα και πανω το πεδιον του Αρεως με το περιφημο Γκρην Παρκ του Γιωργου Οικονομιδη και αργοτερα του Αλκη Στεα.  Φοβερες γρανιτες τα καλοκαιρια.  Κι εκεινο το παλκο, ετσι μου ερχοταν να ανεβω και να συστηθω και με κραταγε η μαμα.

Δυο δρομοι που θα θυμομαστε παντα ειναι οι οδοι Χευδεν και Δεριγνυ.  Καποια ανοιξιατικη μερα δινουμε ραντεβου στη Δεριγνυ με τα παιδια της παρεας.  Τα αγορια πανε στη Δεριγνυ και περιμενουν. Η Ντανυ κι εγω συναντιομαστε στην Χευδεν και περιμενουμε νευριασμενες γιατι τα αγορια αργουσαν. Δεν ειχαμε και κινητα βλεπεις.  Ειδαν κι αποειδαν τα αγορια και αποφασισαν να κοιταξουν πιο περα. Μας βλεπουν στη Χευδεν ετοιμες για καυγα.  Που ειπαμε να βρεθουμε; ρωτα ο Γιωργος με ολη την υπομονη που του ειχε περισεψει.  Δεριγνυ απανταμε με ενα στομα.  Απο τοτε,  ακομα και σημερα ακουμε την ιδια ιστορια και απο τον Γιωργο και απο τον Ερρικο οταν θελουν να υπερβαλλουν για την πολυπλοκοτητα της γυναικειας σκεψης. Πφ!

Αρχαιολογικο μουσειο Αθηνας. Αυτα τα ωχρα και τα τερακοτα χρωματα ηταν παντα τα αγαπημενα μου.

Το Ακροπολ Παλλας που προσφατα τυλιχτηκε στις φλογες ηταν αφορμη να γραψω την δικη μου ιστορια της οδου Πατησιων.  Ψαχνοντας στο Γκουγκλη για φωτογραφιες οι περισσοτερες ειναι αυτες της πυρκαγιας,  τι κριμα.  Αριστερα το αρχαιολογικο μουσειο της Αθηνας,  νεοκλασσικο στολιδι που χρονολογειται απο τα μεσα του δεκατου ενατου αιωνα.

Το τρολλευ περνα εξω απο το Μετσοβιο Πολυτεχνειο.  Ειναι καλοκαιρι του 1992. Τα ματια  δακρυζουν. Πολυ το νεφος σημερα παρατηρει ο συνεπιβατης. Ναι απαντω. Ενας βρωμοτσιγκος σκεπαζει το κτιριο της Πρυτανειας μετα τη φωτια του περασμενου Οκτωβρη. Κλαιω για τις καταστροφες.

Το τρολλευ περνα μπροστα απο το Πολυτεχνειο.  Εδω ειναι στο σχολειο του θειου του Γιαννη και του Νονου μου δειχνει η μαμα.  Τοτε θα ερθω κι εγω εδω οταν μεγαλωσω.  Η μαμα χαμογελα.

Η μαμα και ο μπαμπας δακρυζουν οταν το ονομα μου φιγουραρει στις λιστες των επιτυχοντων στο ΕΜΠ.  Ο χωρος ειναι τοσο δικος μου πια.  Το αιθριο της αρχιτεκτονικης, το αμφιθεατρο των Χημικων,   τα εργαστηρια στου Γκινη.  Η καφετερια στο Πρυτανειο,  ο Λιβανεζος που με κυνηγουσε χερι ποδαρι, τα πηγαδακια, οι σπιουνοι, οι πορωμενοι με τα αμπεχωνα, τα ταγαρια.  Θα μπορουσα να γραψω ολοκληρο βιβλιο για τα χρονια στο ΕΜΠ. Αργοτερα μεταφερθηκαμε στου Ζωγραφου.  Που δεν ειχε την αιγλη του Πολυτεχνειου.  Ισως μια αλλη φορα.  Εκει γνωρισα σημαντικους ανθρωπους που εχουν μεινει για παντα σημαντικοι στη ζωη μου. Δε μ’ αρεσει να αραδιαζω ονοματα.

Το Πλαισιο, η Στουρναρα, τα Εξαρχεια λιγο πιο πανω.

Απο την σελιδα της σχολης αρχιτεκτονων του ΕΜΠ.  Σχεδιο Καυτατζογλου.

Σκουπιζω τα ματια που δακρυζουν .. απο το νεφος και κοιτω δεξια. Το διαμερισμα της θειας της Ελενιτσας που πηγαινα τα μεσημερια για να δω τα ξαδερφια μου τον Νεστορα και την Τζελη που ειχα τελειωσει την Νομικη και εκαναν μεταπτυχιακα.  Κι επειδη ηταν κεντρο ολοι οι φιλοι τους ηταν εκει μιλωντας για νομικα θεματα και ημουν σα ψαρι εξω απο τα νερα του.

Να και η παλια Ιταλικη σχολη, λα σκοαλα Ιταλιανα, που αργοτερα μεταφερθηκε στα Πατησια λιγο πιο πανω απο την Κλωναριδου. Το φροντηστηριο Γνωμων οπου λατρεψα τους γεωμετρικους τοπους. Το καταστημα Μινιον με τις μπλε ρουα ποδιες του Τσεκλενη, που δεν πηγαιναμε γιατι δεν αρεσε στη μαμα. Προτιμουσε τον Λαμπροπουλο, τον Στρατηγιου και την Αθηναια, ηταν μαλλον θεμα στατους. Τι να πω. Το τρολλεϋ στριβει αριστερα για την πλατεια Κανιγγος. Αφηνουμε δεξια τα Χαυτεια, του Λουμιδη που μοσχοβολαγε ο καφες καθως το αλεστηριο δε σταματαγε ποτε, το καθαριστηριο που πρωτο εφερε αυτοματο μηχανημα που διπλωνε πουκαμισα, το φαρμακειο του Μπακακου, ενα σαλεπιτζιδικο σε μια στοα που με εφερνε ο παπους για λουκουμαδες. Τον εφημεριδιπωλη να φωναζει, εφημεριδεες, πρωϊνες, απογευματινες, βραδυνες, επικαιρα, η Δομηηηηη!!!! Ο παπους αγοραζει τη Χρυσα Παραδειση σε τευχη και αργοτερα τα δενει για να μαθει το δεσποιναριο να μαγειρευει. Αγοραζει και την Δομη που βρισκεται ακομα στο σπιτι της μαμας. Αγοραζει και την γκοφρεττα με τις σημαιες αλλα παλι ατυχια.. την εχουμε! Αγοραζει και μια μπιτερ και μια κροκαν Παυλιδου.

Το τρολλεϋ στριβει αριστερα  και το ταξιδι τελειωνει.

Απο τα ανθεστηρια στον Προμπονα στη Γεφυρα.

Απο το εργοστασιο στο Παρκο.

Απο αστικη Αθηνα σε γκετο αλλοδαπων.

Απο εξοχη σε πολη.

Απο εμπορικος δρομος σε κατεβασμενα ρολλα.

Δε ξεφυγα ουτε δεκα μετρα απο την Πατησιων. Αν ξεφευγα θα ηθελα αλλες δεκα αναρτησεις. Ισως και παραπανω. Πιστευω οτι εζησα το δρομο στην αρχη της παρακμης του μα προλαβα να δω και ομορφιες. Οπως και ναχει οταν περνας τα παιδικα και εφηβηκα σου χρονια κανοντας καθε μερα την ιδια διαδρομη, ο δρομος γινεται κομματι της ζωης σου.

Κι ενω ανοιξα τα φτερα και πεταξα μακρυα, και περπατησα απο την λεωφορ Σινκο ντε Μαϊο μεχρι την Μπουλεβαρ ντε Σανζ Ελυζε, και απο την Φιφθ Αβενιου μεχρι το Νιεφσκι Προσπεκτ, καθε φορα που ξαναγυρνω στην οδο Πατησιων, αυτο το ευλογημενο το νεφος μου φερνει δακρυα.

Σας φιλω γλυκα.

Το Νεστορακι

Μια ιστορία που γράφτηκε το 2007 

Ήταν ξανθό με γαλανά μάτια κι ενα χαμόγελο αφοπλιστικό.
Και παρ’ ολο που ηταν μεγαλύτερος μου τρία χρόνια, είχε εκείνη τη γλύκα, που σε κάνει να βάζεις ενα -ακι στο όνομα του και να το κάνεις πιο δικό σου.
Το Νεστορακι ήταν δεύτερος μου ξάδελφος.
Ο μπαμπάς μου, και η όμορφη θεία μου, πρώτα ξαδέρφια.
Τρελλαινομουν να πηγαίνουμε επίσκεψη στο σπίτι τους.
Σε ενα όμορφο σπίτι με αυλή στα νοτια προαστεια της Αθηνας.
Παίρναμε τον ηλεκτρικό και πηγαίναμε.
Είχαν ολοι μια καλωσύνη στην οικογένεια που ξεχείλιζε.
Ο μπαμπάς (από εκείνον  πήρε τα γαλανά μάτια) επιτυχημένος δικηγόρος.
Η μαμά νοικοκυρά και όμορφη. Ψηλή, λυγερή, με κατάμαυρα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα.
Ομορφοσογο, με καταγωγή απο τη νότια Πελοπόννησο, και δωρική αλλά συνάμα γλυκιά αυστηρότητα.
Μ’ άρεσε πολύ να κοιμάμαι στο σπίτι τους τα βράδια γιατί τα παιδιά δε σταμάταγαν να μιλάνε και μάθαινα τόσα πράγματα, εγώ τότε μικρούλα με άδειο κεφαλάκι αλλά περίεργο.
Τα βραδιά του χειμώνα τοτε ήταν δύσκολο να ζεσταθούν καλά όλα τα δωμάτια,
και θυμάμαι τα σεντόνια που είχαν μια αφιλόξενη παγωνιά σχεδον υγρή. Η Τζελλη, η ξαδέλφη μου, έφερνε το σίδερο και μου σιδέρωνε τα σεντόνια για να μου τα ζεστάνει.
Και μου έλεγε το Νεστορακι να μη το πω στη μαμά του γιατι φοβάται μη βάλουν  καμιά φωτιά, αλλα αυτος προσεχει.
Καλό μου γλυκό Νεστορακι.
Μεγαλώσαμε.
Τα παιδιά ηταν στη Νομική κι εγω στο Πολυτεχνείο. Ξανασμιξαμε τότε γιατί ειχαν μετακομίσει στο κέντρο και μου ήταν εύκολο τα μεσημέρια να πετάγομαι στο σπίτι τους να τους δω.
Η θεια τρελαινόταν απο χαρά να εχει παιδιά στο σπίτι,
μας έφτιαχνε φαγητό κι εμένα μου άρεσε πολύ εκεί.
Έβρισκα φίλους των παιδιών απο τη σχολή τους να κάνουν ατέλειωτες συζητήσεις και να προσπαθούν να τις τεκμηριώσουν νομικά, κι εγω  με το κεφάλι γεματο αριθμούς τους θαύμαζα γιατι χειρίζονταν τον λόγο και τα επιχειρήματα αψογα.
Το Νεστορακι μεγάλωσε, παντρεύτηκε έκανε δυο παιδάκια και ανέλαβε το γραφείο του θείου.
Κάποια ανύποπτη  στιγμή όμως αρρώστησε.
Άσχημα.
Άσχημα και απότομα.
Θυμάμαι οτι η θεία με παρακάλεσε να κοιτάξω στο NIH και στο Johns Hopkins μήπως και κανονίσουμε κάτι.
Πριν ακόμα προλάβω να απαντήσω όμως, το Νεστορακι έφυγε.
Η θεία μαραζωσε.
Όμως δεν περνάει γενέθλιο, ονομαστική γιορτή στην οικογένεια, Χριστούγεννα και λοιπά που να μη με πάρει τηλέφωνο. Είναι πάντα ορμητική -οπως ήτανε πάντα- χειμμαρος στην κουβέντα.
Μιλάει μονο εκείνη.
Αγάπη μου, χαρά μου, χαμόγελο μου, γλυκιά μου, δε σε ξεχνώ ποτέ.

Κι εγω δεν μπορώ να μιλήσω.
Όχι μονο δε με αφήνει, αλλα βουρκώνω και δε ξέρω τι να πω.

Πως τα θυμήθηκα τώρα ολα αυτά.
Θέλεις τα Ψυχοσάββατα που περνάνε, θέλεις η μαμά που πηγε και επισκέφτηκε την θεία προχτές.

Κάθεται, μου λέει, σε ένα καναπέ και δε σηκώνεται.
Απέναντι ο τοίχος ειναι γεμάτος φωτογραφίες, σε κάδρα , καρφιτσωμενες στον τοίχο, μαυσωλείο το έχει κάνει.

Και της λεω, συνεχίζει η μαμά, να βγει έξω να παει να δει τα εγγόνια της.

Ήθελε να φύγει εκείνη πριν απο το Νεστορακι.
Δε μπόρεσε και δε το ξεπέρασε ποτέ.

Ο Νέστορος κι εγώ κάποιες αποκριες.

Τι θέλω να θυμάμαι

Το κειμενο αυτο το γραφω ενα χρονο απο την στιγμη που εφυγε η μητερα μου.  Παντα μου ελεγαν οτι ειναι δυσκολο να χασεις ενα γονιο αλλα οταν χασεις την μητερα ειναι πολυ δυσκολοτερο.  Και σημερα ξερω οτι εχουν δικιο.  Το λεω αυτο με σιγουρια και με την γνωση του πως ειναι να χανεις ενα γονιο.  Τον μπαμπα που τον λατρευα τον εχασα ξαφνικα στα 24 μου.  Το σοκ ηταν μεγαλο, αλλα το ξεπερασαμε γρηγορα, τουλαχιστο εμεις τα παιδια.  Η μαμα δεν το ξεπερασε ποτε.   Ηταν τοσο αγαπημενοι οι δυο τους κι αυτο φαινοταν τοσο απο τα διακριτικα πιτσι πιτσι μεταξυ τους και απο τα ματια τους.

Η ζωη συνεχιστηκε και η μαμα ηταν παντα η εννοια μας και η σκεψη μας. Ειχαμε ηδη φυγει απο το σπιτι κι εγω και η Τινα. Η μαμα οσο ηταν νεα (και ηταν πολυ νεα για τα σημερινα δεδομενα, μολις 52 χρονων) κυκλοφορουσε, εκανε ταξιδια, ξεχνιοταν. Παντα ομως ελεγε οτι ” οταν κλεινει η πορτα του σπιτιου μου ειμαι μονη μου με τον εαυτο μου.” . Ηταν τοσο ανεξαρτητη και τοσο πεισματαρα (με την εννοια του οτι εκανε οτι ηθελε και δεν ακουγε κανενα) ωστε πραγματικα δεν ειχε νοημα να προσπαθησουμε καν να την πεισουμε για κατι. Καποια στιγμη φανηκε οτι υπηρχαν σημεια καταθλιψης. Η καταθλιψη τα τελευταια χρονια συνδιαστηκε με μια εξελισσομενη ανοια που σε αυτους που γνωριζουν το βλεπουν αμεσως στα ματια της σε προσφατες φωτογραφιες. Δεν εχει νοημα τωρα να καθομαι να αναλυω καταστασεις. Η μαμα εζησε οπως ηθελε για πολλα πολλα χρονια και αγαπηθηκε. Τις ραγδαιες τελευταιες εξελιξεις δεν θελω να τις θυμαμαι γιατι δεν ηταν ευχαριστες.

Να τι θελω να θυμαμαι:

Τοτε που μου εραψε την στολη της κολομπινας, μου στολισε τα μαλλια με  ροζ τουλινα φουντακια και με αφησε να βαλω και.. κραγιον!

memom

Τοτε που καθομασταν διπλα διπλα σε ενα βραχακι στην Αλονησο κι εγω σκεφτομουν τι ομορφη μαμα που εχω!

Τοτε που ειχα μαθει απ’ εξω ενα ποιηματακι και οι θειες μου με παροτρυναν να το απαγγειλω μπροστα σε ΟΛΟΥΣ κι εκεινη εσκυβε και μου ελεγε στο αυτι: ” Ασημακη κανε τουμπα”

Τοτε που ξεχασε να βαλει βαρος πανω απο το καπακι της κατσαρολας με τα σαλιγκαρια και την επομενη τα μαζευαμε απο το ταβανι.

Τοτε που ερχοταν στην πορτα του δωματιου μας οταν ειμασταν μικρουλες τα βραδια και ελεγε.  Τελειωνετε πια με αυτο το παρλιακο την Μπικα! Η Μπικα ηταν ενα προιον της φαντασιας μας με την Τινα γυρω απο το οποιο πλαθαμε ιστοριες και αλλα φανταστικα προσωπα.

Οταν στο τρολεϋ σηκωνοταν εκεινη να δωσει την θεση της σε ηλικιωμενους, ποτε δεν ελεγε σηκω παιδι μου.  Ετσι μαθαινουν τα μαιμουδια τροπους.

Οταν μαζι δυσανασχετουσαμε στημενες στην μοδιστρα για προβα για να στεκεται ωραια το μαντω!

Οταν της ειπα οτι θα παω σινεμα με αγορι στα 14 και αφου με προετρεψε να βαλω κατι ομορφο ειπε ” Εχω εμπιστοσυνη στην κριση σου ” . Τοσο απλα.

Οταν με την Τινα κρυβαμε μια κοπια του βιβλιου ” ολα οσα θελετε να μαθετε για το σεξ..” πισω απο το Pilot στο δωματιο μας και το λεγαμε συνθηματικα ¨τα λαστιχακια¨.  Κι εκεινη μας ελεγε.. τα λαστιχακια ψαχνετε;  Πισω απο το ραδιοφωνο τα εχετε.  Εντελως αλεπου!

Τοτε που ετοιμαζε τα καλουδια στην γιορτη του μπαμπα, τοτε που εφιαχνε ρολο με μαρμελαδα βερυκοκο, τοτε που με τις φιλεναδες της ντουμανιαζαν την τραπεζαρια παιζοντας κουμ-καν.  Τοτε που μου εφερνε πανεμορφες χαρτοπετσετες απο τα τεϊα. Τοτε που εφερνε απο την Ιαπωνια φιν φον κουτια σπιρτα για την συλλογη της.

Το γεγονος οτι εγω εχω εξελιχθει σημερα σε μια καθολου ” πιεστικη ” μανα πρεπει να το οφειλω στον τροπο που μου φεροταν εκεινη. Ποτε δεν με πιεσε για τιποτα ουτε και μου απαγορευσε κατι.  Αυτο δεν σημαινει οτι το ματι της δεν ηταν αγρυπνο. Θυμαμαι που μου ομολογησε  οτι για δυο εβδομαδες με ακολουθουσε κρυφα στην διαδρομη απο το σπιτι ως το σχολειο στο κεντρο της Αθηνας οταν αρχισε να πηγαινω μονη μου στα 12.  Ησυχασε οτι μπορω να το αντιμετωπισω μια χαρα και σταματησε.  Ελεγε την γνωμη της μια φορα αλλα αποφασιστικα. Αυτο το παιδι (για καποια συμμαθητρια λογου χαριν) δεν μου αρεσει. Και τελικα ειχε δικιο.  Θα μου πεις με προιδεαζε, ομως μην ξεχναμε μαμα ηταν και οπως ολες ηθελε να προλαβει καταστασεις.

Τοτε που ετρεξε στο Οχαϊο οταν φοιτητρια ακομα γεννησα την Δαφνη και γενικα ειχε φριξει με τις αμερκανιες.

Οταν της  εδειξα ενα πουλοβερ που επλεξα μονη μου με ωραια σχεδια και μου ειπε. ” Αγαπη μου εσυ πλεκεις καλυτερα απο μενα”

Τοτε που εκανε εγχειρηση λεηζερ στα ματια και την επομενη φορα που με ειδε μου ειπε: ” Πολυ τα λεπτυνες τα φρυδια σου, δεν σου πανε “

Μεχρι και την τελευταια φορα που βρισκομασταν κατω απο την ιδια στεγη,  ερχοταν και με σκεπαζε πριν κοιμηθω και μου ελεγε ” ο Χριστουλης και η Παναγιτσα να σε καλοξημερωσουν και να σε κανουν ενα μεγαλο και καλο ανθρωπο” . Καποια φορα της λεω, δεν πας να σκεπασεις και την Δαφνη (την εγγονη της) και μου απαντα. Οχι αυτο ειναι δικη σου δουλεια.

Μια ζωη που πολλα θελω να θυμαμαι και θα τα θυμαμαι.  Εκδρομες με φιλικες οικογενειες, καλοκαιρια στις εξοχες,  τις τελευταιες διακοπες που καναμε μαζι στην Λαγκαδα και παρ’ ολο που ηταν πια δυσκολο να συννενοηθουμε και να κινειται ξερω οτι το ευχαριστηθηκε παρα πολυ.

Προσφατα εφιαξα μονη μου ενα κολιε απο περλες και της το πηγα δωρο. Της αρεσε πολυ. Το εβαλε στην ακρη. Σε δυo λεπτα με ρωτησε με απορια. ” Αυτο εγω στο χαρισα η εσυ μου το εφερες; ” . Της το περασα στο λαιμο και ειπα, εγω στο εφερα παμε στον καθρεφτη να το δεις. Η επικοινωνια ειχε αρχισει να γινεται δυσκολη. Θα θυμαμαι ομως οτι στον καθρεφτη ελαμψαν τα ματια της. Η αιωνια κοκεττα η μαμα μου η Δαφνη!

Το καρέ που ήταν έξι

Οταν ημουν παιδακι, ο μπαμπας εκανε ταξιδια και η μαμα οταν δεν ηταν μαζι του, εκανε κοινωνικη ζωη. Μη παει το μυαλο σας σε πονηρα πραγματα, ειχε μια παρεα απο μοντερνες κυριες που πηγαινανε σε “τεϊα” , σε επιδειξεις μοδας στο Χιλτον, και σε σε καμια εκθεση. Μερικες απο τις κυριες ειχανε φιαξει ενα καρε και επαιζαν κουμ καν (και αργοτερα Θαναση) καθε Τριτη, εναλλαξ στο σπιτι της καθεμιας. Δε θα ξεχασω μικρο παιδακι περιπου πεντε χρονων, την πρωτη φορα που ηρθαν σπιτι, ποσο μου φανηκε παραξενο που ξαφνικα γεμισε το σπιτι φωνες, γελια και χαριεντισμους, γιατι ηταν και φασαριοζες οι φιλες της μαμας.

Η Κυρια Αργυρώ, κορη εφοπλιστη απο τη Χιο και γυναικα συμβολαιογραφου, ηταν πολυ ομορφη γυναικα. Με μεγαλα ματια και μετωπο και σγουρα μαλλια καταμαυρα. Η κυρια Αργυρώ ηταν και λιγο αθυροστομη και ελεγε και σοκιν ανεκδοτα. Την τελευταια φορα που ρωτησα τη μαμα μου ειπε οτι ζει ακομα αλλα “εμπλεξε με μεγαλα χαρτομουτρα” (εκφραση της μαμας η οποια συνεχισε με επιτιμητικο υφος) “Ε! ειπαμε αλλα οχι κι ετσι”

Η Κυρια Κική η κερκυραια, γυναικα καπετανιου, φιλου του μπαμπα. Πληθωρικωτατη με εντονη την κερκυραϊκη προφορα περιεργες για μενα εκφρασεις. Την φωναζανε Κίκω και ηταν και αρκετα ευτραφης με ενα προσωπο πραγματικα αγγελικό. Λεγανε (οι κουτσομπολες) οτι ο καπετανιος ειχε μια ωραιοτατη φιλεναδα, κι αυτο την τσακισε καποια στιγμη. Ηταν νονα (και ο καπετανιος νονος) της μικρης μου αδελφης. Η κυρια Κική έφυγε πριν πολλα χρονια.

Η Κυρια Ρενα που ειχε παρει ανδρα απο την Ανδρο και που ακουγε στο ονομα Λεωνιδας. Τον φωναζανε Λελε οι τσαπερδωνες. Δεν μπορω να καταλαβω γιατι αφου ο κυριος Λεωνιδας ηταν ανδρας με τα ολα του και μαλιστα συμφωνα με τις πηγες του καρε ειχε κι αυτος εξωσυζυγικες περιπετειες. Ηταν πολυ ωραιος ανθρωπος ο κυριος Λεωνιδας και απ’ οτι θυμαμαι αρχιλογιστης σε μια μεγαλη εταιρεια. Παιδια δεν ειχαν, και ολο νταχτιρντι το δεσποιναριον και τη μικρη ηταν. Δε ζει σημερα ουτε η κυρια Ρενα ουτε ο κυριος Λεωνιδας.

Η Κυρια Μίνια ηταν μια ξανθεια λεπτη και λιγο ξυνη κυρια που δεν ασχολειτο με την πιτσιρικαρια και ειχε παντρευτει τον αδερφο του καπετανιου. Ήταν η μονη που παρεξηγιοταν στα χαρτια, για τα μοιρασματα, για το καλο χερι και για τη ρεντα της η την γκινια της. Ο αντρας της ηταν ενας υπεροχος ανθρωπος που με αγαπουσε παρα πολυ. (Ισως επειδη θυμαμαι ποσο με αγαπουσε γι αυτο να τον θυμαμαι και καλο) Σε κατι εκδρομες που καναμε τραγουδουσαμε μαζι και ελεγε στη μαμα οτι κριμα που το δεσποινακι ειναι πιο μεγαλο απο τον γιο του γιατι θα με εκανε νυφη. Εγω οταν το ακουγα εβγαζα σπυρακια, οχι για την διαφορα της ηλικιας του ενος χρονου, αλλα γιατι ηταν ενα κακομαθημενο στριμαδι ο γιος. Εξ αλλου ειχα στο ματι τον Αγι απο το σχολειο.

Τελος η Κυρια Μένη (Μελπομενη) συζυγος γνωστου οπτικου που ομως επεσε εξω οικονομικα και χασανε σπιτια και περιουσιες, και μετα απο αυτο χωρισαν. Οι κυριες ελεγαν οτι εφταιγε η Μένη για ολα αυτα γιατι ηταν απαιτητικη. Μετα το διαζυγιο η κυρια Μένη δεν ξαναεπαιξε χαρτια με τις υπολοιπες κυριες. Εμεις, συνεχισαμε να φιαχνουμε γυαλια στο καταστημα του συζυγου της.

Αυτες ηταν οι κυριες του καρε (που ηταν εξι) και ο θεος να σε φυλαγε τι ακουγαν τα αυτακια μου τις Τριτες που ηταν η σειρα μας για χαρτια. Η μαμα καθολου τυπος της κουζινας ξεπεταγε ενα κεϊκ με ερμολ απο εκεινα που ηταν μισο ασπρο και μισο σοκολατα. Επαιρνε και μερικα φονταν απο το ζαχαροπλαστειο. Αργοτερα προσθεσανε και μεζεδακια στα φαγητα γιατι αργα μετα τις δεκα τις επιανε λιγουρα. Σαντουϊτς μπομπες με ροκφορ, λουκανικοπιττακια και διαφορα αλλα τετοια σε στυλ “finger food”. Αυτα μου αρεσαν πολυ και ολο εκανα εφοδους στην τραπεζαρια με την πρασινη τσοχα και εκλεβα μεζεδακια. Πολλες φορες δε, με επαιρναν και χαμπαρι. Οταν το παρακανα ακουγα και κανενα “τι κανεις χρυσο μου, αντε να διαβασεις” η ” ελα δω δεσποινακο, πιασε τα χαρτια πριν κοψω” .

Η παρασταση ανοιγε κατα τις τεσσερις το απογευμα. Ερχοταν η πρωτη κυρια, και η κυρια Τασια, που τοτε εργαζοταν στο σπιτι και βοηθουσε τη μαμα, εφιαχνε τον πρωτο καφε. Εκει στην αρχη πριν ακομα ο μπαλλαντερ τις ξεμυαλισει εντελως, ελεγαν τα δικα τους λες και δεν τις ακουγαν παιδικα αυτια. Αργοτερα, οταν πια δεν ειχαμε την κυρια Τασια, ελεγε η κυρια Ρενα: Δεσποινακι χρυσο μου, θα μου φιαξεις ενα μετριο; Εφιαχνε το δεσποινακι τον μετριο αλλα μουρμουραγε στη μαμα του οταν εβρισκε ευκαιρια. “Αλλη φορα να της πεις να τον κανει μονη της”

“Ντροπη θα σε ακουσει”

“Να με ακουσει! και ενταξει της κυριας Ρενας να της φιαξω, αλλα της κυριας Μίνιας με τιποτα!”

Εκεινο που ηταν απελπισια στο σπιτι τις Τριτες που ερχοντουσαν σε μας, ηταν το τσιγαρο. Μιλαμε για φουγαρα! Εμαθε και η μαμα μαζι τους και πηρε και μια ασημενια πιπα. Οταν εφευγαν βρωμαγε ολο το σπιτι, οι κουρτινες, τα χαλια, τα παντα. Σε μετεπειτα χρονια οταν ο μπαμπας ηταν στη βαση της εταιρειας στην Αθηνα και ταξιδευε μονο περιστασιακα, δεν αντεχε τοσο καπνο παρ’ ολο που ηταν καπνιστης. Ετσι κατα τις εννια μας επαιρνε με το μιραφιορι, και γραμμη στο Πορτοφινο της Κηφησιάς για πιτσα. Αλλοτε, κανονιζανε με τους κυριους (συζυγους) και βγαινανε ολοι μαζι για φαγητο. “Καργιες” μου τις ελεγε αστειευομενος ο μπαμπας.

Κατα βαθος τις αγαπουσα ολες, και μου αρεσε που ηταν αγαπημενες για πολλα χρονια. Ηξεραν οτι κανω συλλογη απο χαρτοπετσετες και μου εφερναν καθε φορα απο τα διαφορα “τεϊα” και τις εκδηλωσεις τους. Την τελευταια φορα που επαιξαν στο καρε θα ημουν στα εικοσι, φοιτητρια πια. Δε θα ξεχασω ενα βραδυ οταν ανηφοριζα το δρομακι προς το σπιτι, θαταν Νοεμβρης κι εκανε κρυο. Το καρε μεσα ηταν στο φορτε του. Η μπαλκονοπορτα ανοιχτη για να φυγει ο καπνος. Μεσα στην παγωνια ενα συννεφο καπνου διαλυοταν στο δρομο σα να καιγοταν η τραπεζαρια.

Το καρε δεν επαιζε με χοντρα λεφτα. Στην αρχη ελαχιστα και μετα απο χρονια το κανανε λιγο πιο ..ενδιαφερον. Στο τελος πια οταν καποια κυρια προτεινε να το χοντρυνουν, η μαμα και μερικες αλλες δε δεχτηκαν κι ετσι αρχισαν να αραιωνουν οι επισκεψεις. Εν τω μεταξυ εφυγε και η νονα της μικρης απο τη ζωη πολυ νεα και καπου τελειωσε η ιστορια.

Μια παρεα, μια ζωη, χαρες οταν τα παιδια περασαμε στις σχολες μας, δακρυα για τις αρρωστιες και για τις αναποδιες και για τα κερατωματα. Πασχα στο Γαυριο, Πασχα στην Κερκυρα, Πασχα στην Ερμιονη. Μια παρεα, μια ζωη, καφεδακια, “δε με θελει σημερα το ατιμο”. Μια παρεα, μια ζωη κι ενα συννεφο καπνου που διαλυθηκε τελικα στην παγωνια ενος Νοεμβρη.

Με αγαπη σ’ αυτους που εφυγαν, και σε οσους μενουν σημερα σε μοναξιες που δε θυμιζουν με τιποτα το χτες.

Innocent love

Εκεινο το καλοκαιρι στη Σαλαμινα, ο Αυγουστος ειχε τη μορφη του νεαρου Διονυσου. Καλοκαιρι σταθμος, μολις ειχα τελειωσει το δημοτικο και αρχισα να αισθανομαι μεγαλη πια. Μεγαλη με μια εννοια δυνητικη μα οχι και πραγματικη. Ειχαμε νοικιασει ενα ομορφο σπιτι στην κορυφη ενος λοφου που εβλεπε κατω την θαλασσα.

Το σπιτι δεν το ειχαμε ολο στη διαθεση μας. Δυο δωματια, ενα μπανιο, και χρηση της κουζινας και των χωρων υποδοχης. Στο υπολοιπο σπιτι εμενε ο κυριος Γ.Π περιπου εξηνταρης, συνταξιουχος ακαδημαικος. Ειχε χασει τη γυναικα του πολυ νωρις και αυτο το σπιτι μεσα σε ενα τεραστιο κτημα με πευκα και φυστικιες, το ειχε κανει σχεδον μονιμη κατοικια. Μαζι του εμενε η κυρια Ελενη, που θα επρεπε να ηταν γυρω στα πενηντα και που μας την συστησε ως οικονομο του. Η μαμα που ηταν παντα του στυλ, “ναι καλα τωρα”, εν απουσια τους ελεγε οτι, μονος ανθρωπος ητανε, ηθελε καποια παρεα.

Η κυρια Ελενη παντως ηταν παρα πολυ ευγενικη, του μιλουσε στον πληθυντικο, καθαριζε και μαγειρευε. Φαινοταν ενθουσιασμενη που θα περναγαμε το καλοκαιρι μαζι τους, και ελεγε οτι τα κοριτσακια δινουμε αλλο αερα στο καλοκαιρι τους με τις φωνες μας και τα παιχνιδια μας. Η Τινα ηταν τοτε στα οχτω.

Ο κυριος Γ.Π μας εδωσε την καρτα του. Ελεγε απανω, θεολογος, φιλολογος και συγγραφεας. Η μαμα παλι δεν αντεξε και ειπε. Καλα τιποτε αλλο δεν μπορουσε να βαλει απανω; Ο κυριος Γ.Π οταν δεν διαβαζε, η οταν δεν εγραφε, εφιαχνε κατασκευες με τσιμεντο και ψηφιδες. Ειχε φιαξει ενα ομορφο στρογγυλο τραπεζι σε καλουπι και η επιφανεια του ηταν  ψηφιδωτο. Οταν εφιαχνε τετοια μου αρεσε να καθομαι κοντα του να τον παρακολουθω. Ειχε τεραστια υπομονη και μιλαγε ομορφα. Ομορφα και οπως θα επρεπε σε μικρα παιδια. Και ποτε ποτε ελεγε στην κυρια Ελενη. “Κυρια Ελενη δε θα μας φερετε μια βυσσιναδα εδω στα μαστορια;”

Ο κηπος γυρω απο το σπιτι ηταν μεγαλος. Η ετσι φαινοταν στα παιδικα μου ματιια. Θα ηταν περιπου τεσσερα στρεμματα. Ειχε μεσα τεραστια πευκα που ακομα και το νταλα μεσημερι ηταν οαση δροσιας στη σκια τους. Ενα απο αυτα ειχε απο κατω μια μεγαλη τετραγωνη πετρα που μου αρεσε να καθομαι τα μεσημερια που οι αλλοι πηγαιναν για υπνακο. Μαζευα κουκουναρια και διαβαζα κρυφα κατι περιοδικα που ειχα ανακαλυψει πισω απο ενα μπερντε στην βιβλιοθηκη της κυριας Ελενης.

Η κυρια Ελενη ειχε μια τεραστια συλλογη απο “Ροματζα” και “Θησαυρους” που εμεις δε τα παιρναμε γιατι η μαμα ελεγε οτι ηταν φτηνα. Εμενα ομως με ετρωγε η περιεργεια. Τα ειχε ομορφα ταξινομημενα με ημερομηνιες, κι ετσι μπορουσα ευκολα να παρω μερικα και να τα επιστρεψω χωρις να με παρουν χαμπαρι. Διαβαζα ερωτικες ιστοριες, φωτορομαντζα και ειχα τοσες αποριες αλλα που να ρωτησω και να ανακαλυψουν το μυστικο μου. Μερικες θα ρωταγα το φθινοπωρο την Ολγα που ηταν η μονιμη κολλητη μου στο δημοτικο σχολειο, και παντα ηξερε πιο πολλα σ’αυτους τους τομεις. Η μαμα ελεγε , εμ βεβαια, μοναχοκορη ειναι την κουβαλανε παντου, μεγαλωσε πριν την ωρα της.

Ετσι εκτος απο τα φρεσκα φυστικακια -πρασινα ακομα με ευκαμπτο κελυφος απο μεσα- που ειχα ταραξει εκεινο το καλοκαιρι στον κηπο της Σαλαμινας, εμαθα διαφορα καινουργια πραγματα εκει στην πετρα κατω απο το πευκο.

Η θαλασσα δεν ηταν μακρυα, μια κατηφοριτσα κατεβαινες και σε πεντε λεπτα ησουνα στο μωλο. Δεν ειχε κινηση τουριστικη. Αριστερα απο το μωλο, ειχε μια μικρη παραλια, αλλα και πολλα βραχια. Οσα παιδια μαζευομασταν στο μωλο καναμε βουτιες ολη την ωρα. Παιρναμε φορα και αλλοι -οι πρωχωρημενοι- επεφταν με το κεφαλι και αλλοι φοβιτσιαρηδες σαν κι εμενα με τα ποδια. Με ενα ζευγαρι βατραχοπεδιλα και μια μασκα ολα τα πρωινα ηταν βουτιες και εξερευνηση στα βραχακια. Εκεινα τα βραχακια ειχαν απανω κολλημενες τις πιο ομορφες και γιαλυστερες πεταλιδες που εχω δει. Δεν μπορουσα να τις ξεκολλησω γι αυτο αρκουσε που μαζευα σαλιγκαρακια. Καθε τοσο εβγαζα και το κεφαλι εξω για να δω τη μαμα πανω στο βραχακι να κανει ηλιοθεραπεια. Ειχε ενα πολυ ομορφο σμαραγδι μαγιω χωρις τιραντες και με λαστιχο σαν σφηκοφωλια και εμοιαζε με σταρ του Χολιγουντ.

Ενα πρωι η μαμα δε κατεβηκε για μπανιο και βρηκαμε ευκαιρια να κανουμε πιο τρελλες βουτιες και να ξανοιχτουμε λιγο. Εκει μεσα στο νερο βλεπω για μια στιγμη τη μαμα να κατεβαινει με τον κυριο Γ.Π και την κυρια Ελενη. Οι δυο μπηκανε σε ενα αυτοκινητο και η κυρια Ελενη ηρθε κοντα μας. Εμεις τρομαξαμε που εφυγε ετσι γρηγορα η μαμα, και το μυαλο μας πηγε οτι κατι συνεβη στον παπου στην Αθηνα η στον μπαμπα που ελειπε ταξιδι. Μη στεναχωριεστε μας λεει η κυρια Ελενη, η μανουλα ειναι καλα αλλα αισθανθηκε μια αδιαθεσια. Οταν ηρθε το απογευμα και την ειδαμε καλα ησυχασαμε. Μας ειπε την επομενη οτι μας ετοιμαζε καινουργιο αδελφακι αλλα το εχασε. Νομιζω οτι τοτε αυτο δε μας ενοιαξε καθολου. Αρκει που ηταν παλι κοντα μας.

Πιο περα στα Αμπελακια ηταν το κτημα του πατερα του κυριου Νικου. Ο κυριος Νικος ηταν συναδελφος του μπαμπα. Ειχε παντρευτει μια αγγλιδα αλλα χωρισανε. Η γυναικα του εμενε μονιμα στο Λονδινο. Ειχε ενα γιο, τον Τζεημς (Δημητρη) που θα ερχοταν τον Αυγουστο για διακοπες στον παπου. Αντε, ειπε η μαμα, να κανετε και παρεα, να πειτε και καμια κουβεντα αγγλικα. Ο Τζεημς ηταν δεκαξι χρονων και στα ματια μας φαινοταν “μεγαλος” .

Η μονη παρεα που ειχα με αγορια μεχρι τοτε ηταν τα μεγαλα μου ξαδερφια που ομως με τσιγκλαγανε συνεχεια και με εκνευριζανε, και τα παιδια απο το σχολειο. Ο Σταθης που καθοταν απο πισω μου στις κερκιδες του γυμναστηριου και ψυθιριζε σαχλαμαριτσες ωσπου μια μερα ο γυμναστης τον τσακωσε και του τραβηξε το αυτι, ο Παρις που μας καλουσε με την Ολγα (πακετο πηγαιναμε) στο σπιτι του στην Κηφισσια και μας προσφεραν οι αχρηστοι βερμουτ στα παρτυ μεχρι που το ανακαλυψε η μαμα και δε μας ξαναφησε, και ο Σπυρος που οταν του μιλαγα κοκκινιζε και χαμηλωνε τα ματια.

Ο Τζεημς ηταν αλλοιως, μιλαγε σπασμενα ελληνικα και ηταν ομορφος, σαν το θεο Διονυσο  με ξανθες μπουκλες. Ηταν αυθορμητος και μας αγγαλιασε αμεσως λεγοντας μας οτι ηθελε πολυ να μας γνωρισει γιατι του ειχε πει ο πατερας του για μας. Μας μιλαγε και μας κοιταγε στα ματια. Εκεινο τον Αυγουστο παιζαμε μπαλα με τον Τζεημς, κολυμπαγαμε, καναμε πατητες, πηγαιναμε στα αμπελια του παπου του και κοβαμε σταφυλια. Τα απογευματα τρωγαμε παγωτα και παιζαμε επιτραπεζια παιχνιδια. Ερχοταν και στο κτημα και μας μιλαγε ο κυριος Γ.Π. Ο Τζεημς δεν ηθελε να μιλα αγγλικα, ηθελε να μαθει ελληνικα, πραγμα που με βολευε γιατι ντρεπομουνα που δεν ηξερα τη γλωσσα καλα. Με εβαζε να λεω λεξεις για να τις επαναλαμβανει.

Μας πηραν και στον τρυγο στου παπου του και μας εδωσαν και καλαθακια να μαζεψουμε κι εμεις σταφυλια. Και αργοτερα ξετρελλαθηκαμε οταν μας αφησαν να μπουμε και στο πατητηρι.

Εκεινο τον Αυγουστο μαλλον ερωτευτηκα τον Τζεημς που ομως δε νομιζω να καταλαβε τιποτα αλλα εγω το ηξερα. Εξ αλλου ειχα διαβασει τα σινερομαντζα και ..χωρις αμφιβολια, ηξερα τι ειναι ερωτας.

Στην Σαλαμινα δε ξαναπηγαμε μιας και καθε καλοκαιρι πηγαιναμε σε διαφορετικο μερος. Εκ των υστερων εμαθα οτι πηγαμε κοντα επειδη η μαμα περιμενε το αδελφακι μας. Τον Τζεημς δεν τον ξαναειδα , γραψαμε κανα δυο αθωα γραμματακια και μετα εγινε παρελθον. Δεν ξεχναω ομως εκεινο το ομορφο χαμογελο τα καθαρα ματια και τα ξανθα δαχτυλιδια στα μαλλια. Μια βουτια στη θαλασσα και τα δαχτυλιδια εξεφανιζοντουσαν.

Μια βουτια στις αναμηνσεις εκεινο τον Αυγουστο στη Σαλαμινα. Οι παλιες αγαπες, λενε, πανε στον παραδεισο.

Η Χρυσάνθη μου

Η Χρυσανθη ηταν εκει οταν γεννηθηκα, κι εμεινε εκει ωσπου εγινα οκτω χρονων. Mετα δεν την ξαναειδα ποτε πια.

Σημερα θα σας πω την ιστορια μας.

Η Χρυσανθη γεννηθηκε στη Λερο δυο χρονια μετα απο την μαμα μου.  Δεν ξερω αν τα παιδικα της χρονια ηταν χαρουμενα η εστω ευχαριστα, αλλα τα νεανικα της δεν πρεπει να ηταν καθολου.  Εκανε σχεση με εναν παντρεμενο εκει στο νησι  -ετσι  ελεγαν οι μεγαλοι- και αυτος την “κουτουπωσε” -χρησιμοποιω την λεξη που ακουσα-.  Πως να αντεξει τετοια ντροπη η οικογενεια, ο αδελφος παραλιγο να την σκοτωσει οταν μαθευτηκε.  Καποιοι απο εκει που ηξεραν τον παπου μου τον ρωτησαν.  Ροδολφε, το και το, θα την σκοτωσουν την κοπελα, μηπως ξερεις κανενα σπιτι να την στειλουμε παρακορη;

Ο παπους που εμενε μαζι με την μαμα και τον μπαμπα στο παλιο εξοχικο της γιαγιας στην οδο Πατησιων,  ζητησε να την στειλουν εκει, να βοηθα και την μαμα που περιμενε παιδι (το Δεσποιναριον). Η Χρυσανθη ηρθε στο σπιτι μας λοιπον για να γλυτωσει το μενος του αδελφου.  Η μαμα της ανοιξε ενα λογαριασμο στην τραπεζα για να μπορεσει η Χρυσανθη να μαζεψει χρηματα και να σταθει στα ποδια της.

Ετσι οταν γεννηθηκα η Χρυσανθη ηταν η δευτερη γυναικα που με κρατησε στην αγκαλια της. Το προσωπο της ειναι ζωντανο στην μνημη μου. Δεν ηταν ιδιαιτερα ομορφη και ειχε ενα πονεμενο και λιγο αφηρημενο βλεμμα. Τετραγωνο προσωπο, κοντα μαλλια σπαστα και καστανα ματια. Ηταν λιγομιλητη και ευγενικη, θα ελεγα μαλιστα απο οσο θυμαμαι και αρκετα ντροπαλη.

Οταν μετακομισαμε απο την οδο Πατησιων στην οδο Ροσταν, η Χρυσανθη ηρθε μαζι μας.  Οταν ελειπε η μαμα η Χρυσανθη μας φροντιζε με πολλη αγαπη. Εν τω μεταξυ ειχε γεννηθει και η Τινα.  Οταν εβγαινα κατω στον κηπο να παιξω η Χρυσανθη ηταν διπλα μου και με προσεχε.  Καποια ανυποπτη στιγμη επεσε το τοπι μου σε ενα παρτερι με τριανταφυλλιες.  Ετρεξα να το πιασω.  Σαν ελατηριο πεταχτηκε η Χρυσανθη να με αρπαξει για να μη πεσω στις κοπριες.  Εκει δεν ειδε το κλαδι της τριανταφυλιας και της εσκισε το δερμα διπλα στο ματι. Ετσι αντι να τρεχουν εμενα για αντιτετανικο ορο, ετρεχαν την Χρυσανθη στις πρωτες βοηθειες.  Το γεγονος το θυμαμαι πολυ εντονα αφου κοντευα να γινω εξι χρονων.  Η Χρυσανθουλα μου γυρισε στο σπιτι με ραμματα και το ενα ματι μπανταρισμενο. “Απο θαυμα το γλυτωσε” ελεγαν οι μεγαλοι.

Τωρα η Χρυσανθη τις Κυριακες εβγαινε “εξοδου”.  Καποτε λοιπον γνωρισε καποιον και συνδεθηκε μαζι του.  Ο τυπος ηταν -ελεγαν οι μεγαλοι- οχτω χρονια μικροτερος της.  Ηταν οικοδομος και εμενε στο Καματερο Αττικης.  Μια ωραια ημερα -οχι ωραια για μενα- ανακοινωθηκε οτι η Χρυσανθη παντρευεται τον οικοδομο της.  Δεν ειχα ιδεα τι σημαινε ευτυχια για την Χρυσανθη, αλλα για μενα ευτυχια δεν ηταν οτι θα εφευγε.  Με συνοπτικες διαδικασιες ετοιμαστηκε ο γαμος, η προικα, τα παντα.  Η μαμα στεφανωσε την Χρυσανθη κι εγω ημουν διπλα της παρανυφακι.  Ε επρεπε να στεφανωθει γιατι περιμενε το παιδι του νεαρου οικοδομου της.  Η οικογενεια της δεν ηρθε στο γαμο.  Οι ντροπες ηταν παντα ντροπες.

Μετα τον γαμο κοπηκε καθε επαφη με την Χρυσανθη.  Εκεινη εμενε στο Καματερο και δεν εμφανιστηκε ξανα στα Πατησια.  Ξερω ομως οτι με σκεφτοταν και με αγαπουσε.  Οχτω χρονια με κρατουσε αγκαλια και με προσεχε.

Αν ζει η Χρυσανθη σημερα θα πλησιάζει τα 94. Ενα παιδακι εκανε,  δεν ξερω αν εκανε αλλα.  Αλλα οπου κι αν ειναι αυτα τα παιδιά, δεν ξέρουν οτι η μαμα τους ήταν δικη μου για οχτω ολοκληρα χρονια.

Σας φιλω γλυκα.

Υ.Γ.Δεν ξερω αν οι ζωες μας ειναι προκαθορισμενες η τις οριζουμε. Η Χρύσανθη δεν ορισε την ζωη της. Την ορισαν αλλοι για εκεινη. Σιγουρα σαν μανα θα ειδε καποια ευτυχια. Παραπανω δεν ξερω. Το ονομα ειναι πραγματικο.