Ξερετε που βρισκονται τα Αδανα; Στην νοτια Τουρκια, στο διαμερισμα με την αρχαια ονομασια Κιλικια. Στο χαρτη ειναι χρωματισμενο κοκκινo. Προς τα τελη του 19ου αιωνα γεννηθηκε στα Αδανα ενα κοριτσακι που το βαφτισαν Αναστασια. Στην κοιλαδα των Αδανων εκεινη την εποχη ανθουσε η καλλιεργια του βαμβακιου και πολλοι Ελληνες ειχαν πλουτισει με το εμποριο. Κοριτσακι μιας τετοιας οικογενειας ηταν και η Τασια. Και οπως ολα τα κοριτσακια εκεινης της εποχης κι εκεινης της κουλτουρας, παντρευτηκε στην εφηβεια. Δεν ξερω ποσα παιδια απεκτησε, σιγουρα ομως απεκτησε ενα γιο.
Μεταφερομαστε στην Αθηνα προς το τελος της δεκαετιας του 60. Στη γειτονια μου (στην Κυπριαδου εμενα τοτε) διπλα μας εμενε ο Παπα Γιαννης που λειτουργουσε στη μητροπολη στο Μαρουσι. Ηταν ενας φωνακλας ανθρωπος που ειχα ακουσει οτι ηταν αντιπαθης στο ποιμνιο του. Ηταν παντρεμενος με την κυρια Τουλα την παπαδια μια πολυ καλη και ευσπλαχνη γυναικα. Εκανα παρεα και ποδηλατα στο δρομο με τα παιδια του, την Κουλιτσα και τον Θοδωρη. Καθε πρωτη του μηνα η κυρια Τουλα ειχε μια επισκεψη. Μια γριουλα πολυ ζαρωμενη και ντυμενη στα μαυρα με τσεμπερι ερχοταν στο σπιτι της και εμενε εκει περιπου μια ωρα. Ακουσα την κυρια Τουλα να τη φωναζει “Κυρα Τασια”. Η κυρα Τασια περασε μια μερα κι απο το δικο μας σπιτι να μας ευχηθει καλο μηνα. Την εστειλε η κυρια Τουλα. Εγινε συνηθειο πια, η κυρα Τασια ερχοταν και σε μας παντα μετα απο την επισκεψη στην παπαδια.
Καθοταν μια ωρα, της εφιαχνε η μαμα καφε και την κερναγε κατι. Καμια φορα της εδινε και φαγωσιμα μαζι της. Οταν σηκωνοταν να φυγει, η μαμα της εδινε τα “ναυλα” της για να μη γυρισει με τα ποδια. Αυτα τα ναυλα εφταναν για πολλες μετακινησεις, αλλα τοτε μου ελεγε η μαμα οτι κουραζοταν να ερθει να μας ευχηθει καλο μηνα. Και είχαμε ανάγκη τις ευχες της γιατι ήταν απο καρδιάς.
Η κυρα Τασια ηταν τοτε κοντα στα 70 η ισως και παραπανω. Φαινοταν ομως πολυ μα πολυ γρια γιατι ειχε ενα προσωπο πολυ ζαρωμενο. Σκαμμενο, ψημενο απο τον ηλιο, με την αδερφη μου λεγαμε οτι ηταν πολυ ασκημη και δεν εχουμε ξαναδει τετοια γρια. Παντα ομως μας μιλαγε γλυκα και μας εδινε ευχες. Εμενε στην Πετρουπολη. Σε ενα καμαρακι σε μια ταρατσα μονη της. Ο γιος της, μας ελεγε οτι την εβαλε να μενει εκει γιατι δεν την ηθελε η νυφη. Η μαμα ελεγε οτι μπορει να της επαιρνε και τα ναυλα που της διναμε. Μας ελεγε οτι οταν ηταν μικρο κοριτσακι σαν κι εμας ταξιδεψε απο τα Αδανα (Ατανα τα ελεγε) στη Μακρη. Η Μακρη βρισκεται σχεδον απεναντι απο την Ροδο στην παλια επαρχια της Λυκιας. Την ρωταγαμε που ειναι η Μακρη κι εκεινη μας απαντουσε. Ειναι μακρυα.. κανοντας λογοπαιγνιο. Οι μεγαλοι ηξεραν πιο πολλα. Εμας θελεις γιατι ειμασταν μικρες, θελεις γιατι δε μας ενοιαζε παιδακια πραματα, δε μας ελεγαν πολλα πολλα. Καποια στιγμη στην καταστροφη της Μικρασιας, η κυρα Τασια εφτασε προσφυγοπουλα με τον γιο στα δικα μας εδαφη. Τον αντρα της μας ειπε τον πηραν αιχμαλωτο και δεν τον ξαναειδε.
Δουλευε σε σπιτια και μεγαλωνε τον γιο. Και τωρα πια κοντα στα 70 πηγαινε κι ευχοταν Καλο μηνα στον κοσμο που γνωριζε.
Καποτε η μαμα αποφασισε να κανει ταξιδια μαζι με τον μπαμπα μας. Να γνωρισει την Ιαπωνια, την Ινδια και αλλα μακρυνα μερη. Στο σπιτι ειχαμε τον παπου. Ετσι η μαμα ρωτησε την κυρα Τασια, αν ηθελε να ερθει να μεινει στο σπιτι μας και να μας μαγειρευει, σε μενα στην αδελφη μου και στον παπου οσο θα ελειπε. Η κυρα Τασια δεχτηκε και ηρθε σπιτι. Το μονο που θα εκανε ηταν να μαγειρευει και να εχει στο νου της εμας τα μικρα.
Εμεις επρεπε να τη φωναζουμε ολοι “κυρια Τασια” και να της μιλαμε στον πληθυντικο. Οι κανονες πανω σ’ αυτο το θεμα στο σπιτι ηταν σαφεις και απαραβατοι. Και δε θα ζηταγαμε τιποτα που μπορουσαμε να το κανουμε μονες μας. Κι ετσι καναμε οσο ηταν μπροστα οι αλλοι. Ομως το ειδαμε και καπως ..γιαγια.. και οταν ειμασταν μονοι μας της λεγαμε: “Κυρα Τασια θα μου φιαξεις πατατακια; ” Το γυρισαμε σε ενα ενικο της γαλιφιας.
Η κυρια Τασια εμεινε μαζι μας δυο χρονια περιπου. Και παρ’ ολο που η μαμα πηγαινε κι ερχοταν, εμεις περναγαμε τελεια μαζι της. Μας εκανε ολα τα χατηρια, αν σας πω οτι καθε βραδυ τη βαζαμε να μας τηγανιζει πατατες και το εκανε, ειναι αληθεια. Ακομα κι αν ειχε φιαξει κατι πιο περιπλοκο για να φαει και ο παπους, οπως μουσακα, η κοκκινιστο. Ομως κανεις μα κανεις δεν εκανε τοσο ομορφα τα πατατακια οπως η κυρα Τασια. Τραγανα απ’ εξω μαλακα απο μεσα. Κι εμεις δοστου καθε βραδυ να ζηταμε πατατες με αυγα. Μετα μας επλενε και μας εβαζε να κοιμηθουμε και μας σκεπαζε τρυφερα. Μας σταυρωνε κι εκλεινε το φως. Μεχρι και εικοσι φορες την αναγκαζαμε να γυρισει στο δωματιο να μας πει να ησυχασουμε γιατι αυριο εχουμε σχολειο. Δε βαριεσαι, η μικρη κι εγω στηναμε λακριντι για ωρες καθε βραδυ.
Τωρα που το θυμαμαι εμασταν και σκατοπαιδα, οχι μονο δε βαζαμε ποτε στο στομα το κουταλι που ετρωγε η κυρα Τασια εστω κι αν ειχε πλυθει, αλλα κοιταζαμε πως θα ξεγελασει η μια την αλλη να της το πασσαρει γιατι λεγαμε οτι αν φαμε με αυτο το κουταλι θα ζαρωσουμε κι εμεις ετσι. Ειμασταν πολυ μικρες για να θυμομαστε τι φαγακια μας εφιαχνε, μονο οι πατατες μας εχουν μεινει, αλλα θυμαμαι την αισθηση οτι τρωγαμε πολυ πιο νοστιμα απο οταν μαγειρευε η μοντερνα μας μαμα.
Η μαμα γυρισε απο τα ταξιδια της και η κυρα Τασια ειχε κουραστει αρκετα για να συνεχισει να ειναι μαζι μας. Ερχοταν που και που για να μας ευχηθει καλο μηνα. Λυπηθηκαμε και οι δυο που εφυγε. Οσο σκατοπαιδα και να ειμασταν την αγαπουσαμε. Και πιστευω οτι κι εκεινη μας αγαπουσε. Η κυρια Τασια που κοριτσακι ξεκινησε απο τα Ατανα. κοριτσακι παντρευτηκε, τα εχασε ολα, και ηρθε σε μια αφιλοξενη γη μονη της με ενα παιδι. Η κυρια Τασια που ηρθε απο μακρυα.
Καποτε σταματησε να ερχεται. Τηλεφωνο δεν ειχε να μαθουμε. Η κυρια Τουλα η παπαδια πηγε στην Πετρουπολη και την εψαξε. Μας ειπαν οτι δεν την βρηκε. Δεν πιστεψα ουτε μια φορα οτι δεν την βρηκε. Το καταλαβαινα απο τα σου μου του τα συνομωτικα οτι δεν ηταν καλα. Μηνες μετα μας ειπαν οτι πέθανε.
Την σκεφτομαι συχνα απο τοτε. Παρακαλαγα να εφυγε χαρουμενη, ετσι οπως ηταν οταν τηγανιζε τα πατατακια. Γιατι για μενα η κυρα Τασια δεν ηταν η κυρια που μας φροντιζε, ηταν για δυο χρονια το αποκουμπι μας, η γιαγια που δεν ειχαμε, ο ανθρωπος που αφουγκραζοταν τις παιδικες μας ανησυχιες, και ερχοταν να δει αν κοιμηθηκαμε. Ηθελα να κακιωσω με τον γιο της που την εβαλε στο ταρατσακι να μενει μονη της, αλλα οταν μεγαλωσα σκεφτηκα οτι ποιος ξερει τι ζορια τραβουσε κι αυτος σαν προσφυγοπουλο. Ουτε το ονομα του δεν ηξερα. Ουτε το επωνυμο της κυρα Τασιας. Ρωτησα τη μαμα. Ουτε κι εκεινη θυμαται.
Εκεινη με εμαθε να φιαχνω ωραια πατατακια μου ειπε μια μερα η μαμα. Ναι της λεω, σιγουρα, ειναι τελειες οι πατατουλες σου. Καμια σχεση. Απο τοτε που εφυγε η κυρια Τασια για μακρυα, τετοια πατατακια δεν εχω ξαναφαει.